Σαν σήμερα στις 29 Φλεβάρη 1948, τη στιγμή
που η Ευρώπη πανηγύριζε και γιόρταζε
την μεγάλη νίκη των λαών ενάντια στον
ναζί κατακτητή στη χώρα μας το ελληνικό
κράτος χρησιμοποιώντας ναζιστικές
πρακτικές - με την στήριξη των Άγγλων
και των Αμερικάνων - διαπράττει μία από
τις πιο αποτρόπαιες σφαγές στην ιστορία
του ελληνικού εμφυλίου πολέμου η οποία
λαμβάνει χώρα στην Μακρόνησο.
Από τις 29 Φλεβάρη μέχρι τις 03 Μάρτη
δολοφονούνται 350 φαντάροι οι οποίοι
αμέσως φορτώνονται στο καϊκι ενός
ντόπιου κάικτση - του Μίμη Βρονταμίτη
- και μεταφέρονται στην ξερονησίδα Σαν
Τζιόρτζιο, η οποία είναι νότια της
Μακρονήσου. Στη συνέχεια μεταφορτώνονται
σε ένα πολεμικό καράβι, τοποθετούνται
σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και
πετιούνται στο βυθό της θάλασσας.
Χαρακτηριστικές
είναι οι μαρτυρίες δύο ανθρώπων οι
οποίοι έζησαν από κοντά τη σφαγή:
Σε
εκδήλωση για τη Μακρόνησο, που είχε
οργανωθεί στα κεντρικά γραφεία του ΚΚΕ,
στον Περισσό, ανάμεσα σε άλλους μίλησε
και ο γιατρός Λεωνίδας Γεωργιλάκος, ο
οποίος κατέθεσε την εξής μαρτυρία:
Είμαι
ο γιατρός Γεωργιλάκος Λεωνίδας. Στη
Μακρόνησο ήμουν ανθυ- πίατρος, έφεδρος
αξιωματικός και υπηρετούσα στο Α Τάγμα
Σκαπανέων. Εζησα τα γεγονότα από κοντά...
Θα
σας πω λίγα πράγματα από τις προσωπικές
μου εμπειρίες σαν γιατρός του Τάγματος,
τις ενέργειές μου και τις εντολές που
μου έδωσαν, καθώς και τις αποστολές που
μου ανέθεσαν τις μέρες εκείνες των
γεγονότων. Ήμουν Ελληνας αξιωματικός
και μάλιστα γιατρός και είχα συναίσθηση
των προσωπικών μου υποχρεώσεων και
ευθυνών.
Την
Κυριακή 29 Φλεβάρη 1948 πήγα αμέσως στο
ιατρείο μόλις άκουσα τους πυροβολισμούς.
Δεν πέρασαν 5-10 λεπτά και μου φέρανε 15
στρατιώτες τραυματισμένους. Ρώτησα για
νεκρούς και έμαθα ότι ήσαν πέντε. Ο
Διοικητής Βασιλόπουλος έλειπε στη ΣΦΑ
και ήρθε έπειτα από μια ώρα περίπου.
Πήγα
αμέσως και του είπα ότι πρέπει να
μεταφερθούνε οι τραυματίες στο νοσοκομείο.
Εδωσε εντολή να σταλεί καΐκι με τους
τραυματίες, και τους συνοδεύσαμε στο
Λαύριο με τον τότε φοιτητή της Ιατρικής
Γιάννη Πριόβολο.
Στο
Λαύριο που φτάσαμε, αφού βάλαμε τους
τραυματίες στα ασθενοφόρα, την ίδια
μέρα με κάλεσε στο Φρουραρχείο ο διοικητής
στρατοπέδων Μακρονήσου συνταγματάρχης
Μπαϊρακτάρης και μου ζήτησε να τον
πληροφορήσω (δήθεν) τι συνέβη. Εγώ του
είπα:
«Συνταγματάρχα,
είμαι υποχρεωμένος να σας πω την αλήθεια
κατά γράμμα για όλα, όσα συνέβησαν, που
προσωπικά γνωρίζω.»
Μετά
την αφήγησή μου των γεγονότων πρόσθεσα
συγκινημένος έντονα:
«Τα
παιδιά τα πήραμε από τα σπίτια τους να
υπηρετήσουν την πατρίδα, από τους γονείς
τους, από τις γυναίκες και τα παιδιά
τους και 'μεις τα σκοτώνουμε; Αυτό είναι
τρομερό. Η ψυχή μου σπαρταράει για το
σκοτωμό, που έγινε.»
Μη
μπορώντας να δώσει δικαιολογία, μου
είπε αόριστα, σαν δικαιολογία:
«Καλά,
δε φωνάζανε κάτω η σημαία;»
«Όχι»,
του απάντησα. «Είναι υπέροχοι Ελληνες.»
Στη
συνέχεια μου λέει: «Πήγαινε.» Και με
συνοδεία ενός στρατιώτη με έβαλε σαν
κρατούμενο στο αμπάρι του καϊκιού. Αργά
το βράδυ της Κυριακής γυρίσαμε στη
Μακρόνησο στο Γ' Τάγμα.
Την
άλλη μέρα, Δευτέρα 1η Μάρτη, εκεί στο Γ'
Τάγμα ακούγαμε τις συνεχείς ομοβροντίες
όπλων και οπλοπολυβόλων, κλεισμένοι
μέσα στις σκηνές. Όλοι μας και οι
στρατιώτες, που ήσαν κοντά μας, σκεφτόμασταν
και συζητούσαμε για το σκοτωμό των
παιδιών που γινόταν στο Ά Τάγμα.
Την
Τρίτη το πρωί πήγα στο Α' Τάγμα. Ο διοικητής
Βασιλόπουλος μαζί με τον ανθυπολοχαγό
της Στρατολογίας Αλιμπράντη μας κάλεσε
και έδωσε εντολή να πάμε στο Γ' Τάγμα,
στο διοικητή Σκαλούμπακα, να διαπιστώσουμε
το θάνατο στρατιωτών και να συντάξουμε
και υπογράψουμε το πρωτόκολλο θανάτου
τους. Μας ζήτησε άκρα εχεμύθεια,
επαναλαμβάνοντας και τονίζοντας σε μας
αυτή την υποχρέωση.
Στο
Γ' Τάγμα ο Σκαλούμπακας μας διέθεσε
Αλφαμίτες που μας οδήγησαν στο καΐκι,
που ήταν στοιβαγμένα πτώματα στρατιωτών.
Ηταν ένα τρομερό θέαμα.
Οι
Αλφαμίτες μας φέρνανε έναν-έναν τους
νεκρούς και διαπιστώναμε το θάνατο τους
και την ταυτότητά τους. Σε συνέχεια μας
έφεραν νεκρούς, που είχαν σε μεγάλες
σκηνές. Καταμετρήσαμε 180 νεκρούς
στρατιώτες.
Μετά
την καταμέτρηση οι Αλφαμίτες παίρνανε
τα πτώματα και τα τοποθετούσαν στοιβαγμένα
στο καΐκι. Ο Σκαλούμπακας συνεχώς
παρακολουθούσε από κοντά όλη αυτή τη
διαδικασία.
Φτιάξαμε
την κατάσταση-πρωτόκολλο θανάτου των
στρατιωτών, το υπογράψαμε και το απόγευμα,
που γυρίσαμε στο Α' Τάγμα, το παραδώσαμε
στο διοικητή μας Βασιλόπουλο. Αυτή είναι
σε γενικές γραμμές η προσωπική μου
οδυνηρή εμπειρία για τη σφαγή στο ΑΕΤΟ.
Εζησα
όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου
το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο
με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί
μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα.
Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη
Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς
υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο
φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο
Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι
στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να
κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα
μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο
Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ' Τάγμα φόρτωνα τους
νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο
γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό
θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα
στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.
Τους
σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε
στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης
και Δημητρός Λαγός. Σ' ένα μόνο δρομολόγιο
φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Λέω
στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει
τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα
μπατάρει το καΐκι.» Αυτός κουβέντα δεν
έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να
'κανα; Το πιστόλι σε παγώνει...
Ανοιγόμασταν
τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν
Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι
ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους
φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε
συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους
φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό
ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι-όλοι ήταν 350
κοντά, τους μέτραγα έναν-έναν και ήταν
350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο
τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή
μου.
Ίσως ποτέ δε θα
μαθευτεί ο ακριβής αριθμός αυτών που
πέθαναν από τα βασανιστήρια, αυτών που
εκτελέστηκαν «εν ψυχρώ», αυτών που
αυτοκτόνησαν, αυτών που τρελάθηκαν,
αυτών που έμειναν ανάπηροι στη Μακρόνησο.
Βέβαια υπήρξαν και φωτεινές εξαιρέσεις
έντιμων πατριωτών αξιωματικών που
προσπαθούσαν να βοηθήσουν, ακόμα και
με κίνδυνο της ίδιας των ζωής, τους
βασανιζόμενους κρατούμενους στρατιωτικούς.
Η
Ιστορία της Μακρονήσου, από την πλευρά
των θυτών, των ηθικών και φυσικών
αυτουργών στάζει από την αρχή ως το
τέλος ντροπή και σιχασιά και φασιστική
εγκληματική νοοτροπία. Από την πλευρά
των θυμάτων στάζει αίμα, ηρωισμό,
αξιοπρέπεια και ηθική ανωτερότητα
μοναδική.
Και
το πόσο πέτυχε η «εθνική αναμόρφωση»
στη Μακρόνησο φαίνεται από το αποτέλεσμα
των εκλογών του Μάρτη 1950. Από τους 10.000
περίπου στρατιώτες που ψήφισαν, από
τους οποίους μεγάλος αριθμός ήταν
«ανανήψαντες», 6.500 περίπου ψήφισαν την
τότε Αριστερά, τη Δημοκρατική Παράταξη,
2.500 περίπου το κόμμα του Πλαστήρα και
1.000 τα υπόλοιπα κόμματα, έτσι ώστε ο
αιμοσταγής Μπαϊρακτάρης να αναγκαστεί
να πει ότι «...τόσα χρόνια χτίζαμε στην
άμμο...».
Εδώ
θα έπρεπε να αναφερθούν τουλάχιστον τα
ονόματα των πρώην πρωθυπουργών Σοφούλη,
Σ. Βενιζέλου, Γ Παπανδρέου, αστών
δημοκρατών πολιτικών, που γνώριζαν
άριστα το τι συνέβαινε στη Μακρόνησο
και όχι μόνο δεν έκαναν κάτι να σταματήσουν
αυτό το αίσχος, αλλά συμφωνούσαν και
εκφράζονταν δημόσια υπέρ του «έργου»
που γινόταν εκεί.
Στις 20 Μάη 2018 η
ομάδα μελέτης ιστορίας κοινωνικών
αγώνων βρέθηκε στον τόπο της σφαγής
πραγματοποιώντας ένα οδοιπορικό μνήμης,
με τη συμμετοχή μελών και φίλων της
ομάδας, το οποίο είχε σαν σκοπό να
γνωρίσουμε και να αναδείξουμε ένα από
τα πλέον κτηνώδη στρατόπεδα όπου
εκτυλίχθηκαν γεγονότα φρίκης και
αποτροπιασμού μόνο και μόνο για να
παταχθεί ο “κομμουνιστικός κίνδυνος”.
Δυστυχώς για ακόμα μία φορά αντικρίσαμε
και θυμηθήκαμε το που είναι ικανοί να
φτάσουν κάποιοι άνθρωποι ούτως ώστε να
μην χάσουν τα προνόμια τους, κάτι το
οποίο βλέπουμε να συμβαίνει και σήμερα
με διαφορετική μορφή τόσο στην χώρα μας
όσο και σε άλλες χώρες. Κλείνοντας θα
ήθελα να επισημάνω την αναγκαιότητα
της ανάδειξης τέτοιων ιστορικών γεγονότων
στο να χαράσσουμε εκείνες τις στρατηγικές
που απαιτούνται για το μέλλον.
Γιώργος Σαϊτάνης
Μέλος της ομάδας μελέτης ιστορίας κοινωνικών αγώνων Θεσσαλίας