Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου

Το βράδυ της 25ης προς 26 του Νοέμβρη 1942 έλαβε χώρα η επιχείρηση της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου, το πρώτο μεγάλο σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη. Αποτέλεσμα της ανατίναξης ήταν να διακοπεί για έξι εβδομάδες η μόνη σιδηροδρομική γραμμή προς το λιμάνι του Πειραιά στερώντας πολύτιμα εφόδια για τις δυνάμεις του στρατάρχη Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική σε μία πολύ κρίσιμη περίοδο καθώς οι δυνάμεις των συμμάχων έδιναν τη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Στην επιχείρηση συμμετείχαν 150 αντάρτες του ΕΛΑΣ, 60 του ΕΔΕΣ και 12 Άγγλοι σαμποτέρ. Οι συγκεκριμένες δυνάμει έδωσαν μία πολύ σκληρή μάχη για την εξουδετέρωση της ιταλικής φρουράς , ώστε να δοθεί ο κατάλληλος χρόνος στους τεχνικούς για την τοποθέτηση των εκρηκτικών μηχανισμών.

Την περίοδο που ακολούθησε την έκρηξη, η αγγλική πλευρά πιστή στον πρωταρχικό της στόχο ,αυτόν της υποβάθμισης και αποδυνάμωσης του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ προς όφελος των σκοπών της, προσπάθησε για μία ακόμα φορά να ενσωματώσει τη μεγάλη ανάπτυξη του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος, του οποίου ηγούταν το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Πιο συγκεκριμένα την ημέρα της επιτυχίας καθώς ήταν παρευρισκόμενοι στο σχολείο της Μακρακώμης οι συντελεστές της επιχείρησης, ο συνταγματάρχης Έντυ Μάγιερς δηλώνει στους αγωνιστές αντάρτες πως «αυτή είναι η πρώτη, αλλά όχι και η τελευταία κοινή μας επιχείρηση. Μόνο που χρειάζεται πιο στενή συνεργασία και στρατιωτική πειθαρχία σε ένα κέντρο – στο ΣΜΑ (Στρατηγείο Μέσης Ανατολής). Όλες οι διάμεσες καθοδηγήσεις και πολιτικές επεμβάσεις πρέπει να λείψουν». Η υποταγή όλων των ανταρτών στο ΣΜΑ χωρίς την ανάμειξη πολιτικών οργανώσεων θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο αν πειθόταν ο ΕΛΑΣ, γεγονός το οποίο δεν συνέβη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως τη στιγμή που οι αγωνιστές των δύο οργανώσεων συνεργαζόταν, αξιωματικοί του ΕΔΕΣ υπονόμευαν την ενότητα των γραμμών του ΕΛΑΣ και προσπαθούσαν να αποσπάσουν στελέχη του διοργανώνοντας λιποταξίες. Χαρακτηριστικές επίσης είναι οι περιπτώσεις του Μάγιερς, ο οποίος απροκάλυπτα προτείνει στον Άρη Βελουχιώτη να προσχωρήσει στα τμήματα του ΕΔΕΣ και του Δ. Δημητρίου (Νικηφόρου),ο οποίος απορρίπτει την ίδια πρόταση από τον συνάδελφο του Σωτήρη Παπαχρήστου, μέλος του ΕΔΕΣ και ο οποίος για να ασκήσει πίεση χρησιμοποίησε το επιχείρημα πως οι Άγγλοι «δεν βλέπουν με καλό μάτι τον ΕΛΑΣ» (1).

Τις ώρες που ακολούθησαν την έκρηξη το βρετανικό ραδιόφωνο BBC ανακοινώνει θριαμβευτικά την επιτυχημένη επιχείρηση αποδίδοντας το κατόρθωμα στους αντάρτες του ΕΔΕΣ και τους Άγγλους σαμποτέρ, παραλείποντας να αναφέρει τη συμμετοχή του ΕΛΑΣ! Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως εδώ έχουμε μία ευθεία σύγκρουση συμφερόντων· των αποικιοκρατικών επιδιώξεων και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Η στάση αυτή των Άγγλων προκάλεσε αρνητικά σχόλια και έτσι για να σώσουν την κατάσταση προτείνουν στον Άρη Βελουχιώτη να παρασημοφορηθεί από τον βασιλιά της Αγγλίας, πρόταση την οποία ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ αρνείται (2).

Ανέκαθεν η κυρίαρχη αφήγηση προσπαθούσε να αναδείξει την επιχείρηση της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου σε κορυφαίο γεγονός εθνικής ενότητας στο πλαίσιο της υποτιθέμενης εθνικής συμφιλίωσης. Μελετώντας διαλεκτικά την ιστορία συμπεραίνουμε πως η συγκεκριμένη εθνική συμφιλίωση έχει σαν σκοπό να εξαφανίσει οποιοδήποτε ηρωικό κατόρθωμα του λαού, να νομιμοποιήσει τους επιγόνους των νικητών του εμφυλίου πολέμου και γενικότερα να μας κάνει να θεωρήσουμε ως κανονικότητα τις καταστάσεις που βιώνουμε καθημερινά και που θα συνεχίσουμε να βιώνουμε καθώς οι αντιφάσεις του καπιταλισμού οξύνονται.


(1) Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, Γ’ έκδοση, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα, 1983, τόμος Α’, σελ. 380 - 381.

(2) ό. π., σελ. 383.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Ο θεσμός των κοινοτήτων την οθωμανική περίοδο και κάποιες εφαρμογές στην περιοχή της Αν. Θεσσαλίας


Η κατάκτηση του σημερινού ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς ξεκίνησε από τον 15ο αιώνα και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 18ου. Το σύστημα διακυβέρνησης που καθιερώθηκε βασίστηκε στην αρχή του Ισλαμικού νόμου1 σύμφωνα με τον οποίο αναγνωριζόταν κάποια προνόμια στους πληθυσμούς οι οποίοι υποτάχθηκαν χωρίς αντίσταση και είχαν μία ευνοϊκότερη μεταχείριση, σε αντίθεση με τις περιοχές οι οποίες αντιστάθηκαν και κατακτήθηκαν έπειτα από πόλεμο (δορυάλωτες). Τα προνόμια αυτά διατηρήθηκαν στις περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και μετά την επανάσταση του 1821 και αφορούσαν το δικαίωμα του καθενός στη ζωή και την περιουσία, ενώ επιτρεπόταν και η ελεύθερη λατρεία της θρησκείας2. Οι παραχωρήσεις αυτές του οθωμανικού κράτους στους συγκεκριμένους πληθυσμούς οδήγησαν στην ανάδυση του θεσμού των κοινοτήτων και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αφού εξασφάλιζαν κάποιο ποσοστό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Ο συγκεκριμένος θεσμός είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από περιοχή σε περιοχή και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε ένα ενιαίο και ομοιόμορφο κανονιστικό σύστημα αυτοδιοίκησης, αλλά σε διαφορετικά μεταξύ τους συστήματα τα οποία διέφεραν από τόπο σε τόπο. Η μορφή εφαρμογής της αυτοδιοίκησης σε κάθε κοινοτική ενότητα επηρεαζόταν από πολλούς παράγοντες οι οποίοι είχαν να κάνουν με την αλλαγή νομικών μεταβολών του κράτους και τον τρόπο κατάκτησης (αντίσταση-χωρίς αντίσταση), τη γεωγραφική θέση της κάθε κοινότητας (πεδινη-ορεινή), το μέγεθος του πληθυσμού, την ιδιαίτερη οικονομική παραγωγή ενός τόπου και του επικρατούντος καθεστώτος της έγγειας κτήσης3.

Κοινό γνώρισμα των περισσοτέρων κοινοτήτων ήταν πως την ημέρα του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου)4, οι κάτοικοι της κοινότητας συγκεντρώνονταν στην κεντρική εκκλησία ή στην πλατεία του χωριού και εξέλεγαν τους προεστούς «διά επιφωνήσεως» μεταξύ των φορολογούμενων μελών της κοινότητας και όχι διαμέσου ψηφοφορίας. Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων κοινοτήτων είχαν το δικαίωμα να ανακαλέσουν την ψήφο τους και να απαλλάξουν τον εκλεγμένο, έπειτα από μία διαδικασία εξονυχιστικού ελέγχου5. Συνήθως, εκλέγονταν τα μέλη των πιο παλιών και ευκατάστατων οικογενειών και σε αρκετές περιπτώσεις - λόγω της επιρροής τους - έμεναν στην συγκεκριμένη θέση ισοβίως καταφέρνοντας να αναβάλλουν τις επόμενες εκλογές είτε καταχρηστικά, είτε ύστερα από συναίνεση των κατοίκων6. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως η εκλογή δεν γινόταν με ελεύθερες και δημοκρατικές διαδικασίες και «[…] οι προεστώτες εξελέγοντο μεν παρά του λαού, αλλ’ ήρχον οι διά ξυλοκοπημάτων νικηταί […]7». Σε κάποια μέρη εμφανίστηκαν και «κόμματα», δηλαδή, αντίπαλες συσπειρωμένες ομάδες με διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, όπως στο Πήλιο

Σχετικά με την θέση των προεστών υπάρχουν αναφορές πως ήταν έμμισθη, ενώ οι αρμοδιότητες αυτών ήταν: η διακυβέρνηση του χωριού, η είσπραξη των φόρων και η διαχείριση των οικονομικών της κοινότητας, η αστυνόμευση και ο διορισμός αγροφυλάκων, η εκτέλεση των εντολών του οθωμανικού κράτους, η ανάληψη δικαστικών αρμοδιοτήτων, η επίβλεψη των εκκλησιαστικών επιτρόπων και τέλος η εκπροσώπηση της κοινότητας στο οθωμανικό κράτος. Η θέση των προεστών σε αρκετές περιπτώσεις εγκυμονούσε κινδύνους λόγω του ότι ήταν εκτεθειμένοι στην τυραννική βαρβαρότητα και στην απληστία των οθωμανικών αρχών, ενώ υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου προεστοί πλήρωσαν το αξίωμά τους με την ζωή τους ή με δήμευση της περιουσίας τους8. Στην διοίκηση της κοινότητας συμμετείχε και ένα συμβούλιο προκρίτων πολιτών, οι οποίοι περιστοίχιζαν τους προεστούς και είχαν το δικαίωμα να συγκαλέσουν γενική συνέλευση των κατοίκων για ζητήματα τα οποία θεωρούταν σημαντικά. Οι προεστοί στα καθήκοντά τους είχαν και τη βοήθεια των γραμματικών οι οποίοι ήταν έμμισθοι κοινοτικοί υπάλληλοι και κάποιες φορές αναλάμβαναν και την είσπραξη των φόρων9.

Σχετικά με την επιβολή και είσπραξη των φόρων οι περιοχές οι οποίες εξετάζουμε εντάσσονται στην κατηγορία των κατανεμημένων φόρων (Χαράτσι Μουκασέμ), σύμφωνα με την οποία οριζόταν εκ των προτέρων από το οθωμανικό κράτος το συνολικό ποσό της φορολογίας που θα πλήρωνε η κάθε επαρχία. Η διοίκηση της κάθε επαρχίας διένεμε αναλογικώς τη φορολογία στην κάθε κοινότητα και στον εκπρόσωπο αυτής (προεστοί), οι οποίοι με την σειρά τους ήταν υπεύθυνοι για την συγκομιδή της φορολογίας. Η διανομή των φόρων στα μέλη της κοινότητας γινόταν ανάλογα με την έκταση των κτημάτων, που ήταν στην εκμετάλλευση του κάθε κάτοικου και ανάλογα με την γενικότερη φορολογική δυνατότητα αυτού, με αποτέλεσμα στους πιο ευκατάστατους κατοίκους να αναλογεί μεγαλύτερο μερίδιο10. Όπως θα δούμε όμως παρακάτω, η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική. Όπως επισημαίνει και ο συντηρητικός ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, οι άρχοντες ή οι κοτζαμπάσηδες κάθε τόπου εκμεταλλεύονταν τη θέση τους και επιβάρυναν με μεγαλύτερο ποσό φόρου τους φτωχότερους και κοινωνικά αδύναμους πληθυσμούς από αυτό που τους αναλογούσε, με αποτέλεσμα η λέξη κοτζάμπασης να γίνεται συνώνυμη με τον θρασύ, τον βάναυσο και αυτόν που προσπαθεί να επιβληθεί διά της βίας. Επίσης, πολλοί απ’ αυτούς ήταν τοκογλύφοι και χρησιμοποιούσαν την θέση τους για να απομυζήσουν τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού και να πλουτίζουν εις βάρος τους. Πολλές είναι, εξάλλου, οι περιπτώσεις όπου φτωχοί χωρικοί με αναφορές τους στην Πύλη ζητούσαν προστασία από τους τοπικούς άρχοντες11.


ΠΗΛΙΟ - Ο θεσμός των κοινοτήτων στην περιοχή του Πηλίου


Στην περιοχή του Πηλίου ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα από το 161512, φαίνεται να έχουμε περιπτώσεις γαιών των οποίων η πρόσοδος παραχωρείται προς εκμετάλλευση σε Οθωμανούς μεγιστάνες (Χάσια) ή σε ευαγή ιδρύματα (Βακούφια).

Τα Χάσια ήταν περιοχές ή χωριά των οποίων οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να φορολογούνται και πέραν της φορολογίας να δίνουν δοσίματα στον τοπικό τιμαριούχο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε οθωμανικού κώδικα (κανουνναμέ). Οι τιμαριούχοι – οι οποίοι συνήθως ήταν σπαχήδες (οθωμανικό ιππικό) – καρπώνονταν την φορολογία του τιμαρίου που τους αναλογούσε σε αναγνώριση των στρατιωτικών υπηρεσιών τους και τους χορηγούταν αστυνομική εξουσία και επικυριαρχικά δικαιώματα επί των χωρικών. Οι τιμαριούχοι, επειδή ήταν στρατιωτικοί και όχι γεωργοί, παραχωρούσαν με τη μορφή παρακαταθήκης την καλλιέργεια της γης στους ραγιάδες, οι οποίοι είχαν σαν υποχρέωση να καταβάλουν την ανάλογη φορολογία (δεκάτη13), ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση του στρατιωτικού μηχανισμού αυτών14. Η διοίκηση των συγκεκριμένων περιοχών γινόταν από τους τιμαριούχους σε συνεργασία με τους κοτζαμπάσηδες.

Τα Βακούφια ήταν γαίες των οποίων η υψηλή κυριότητα της ιδιοκτησίας παραχωρούταν σε ευαγή ιδρύματα (πτωχοκομεία, ιεροδιδασκαλεία κτλ.) έναντι ενός εικονικού τιμήματος (ιτζαρέ), το οποίο συνήθως κυμαινόταν από 10% μέχρι 15% της πραγματικής τους αξίας ή έναντι της καταβολής ισόβιας σύνταξης στον ιδιοκτήτη και στους απευθείας απογόνους του15. Οι κάτοικοι των βακουφιών ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν ετησίως έναν φόρο, ο οποίος ονομαζόταν «γαλατερό» και αποσκοπούσε στην εξασφάλιση των δαπανών του θηλασμού και της διατροφής της βασιλομήτορος, ενώ υπήρχαν και άλλοι φόροι οι οποίοι προορίζονταν για τις δύο ιερές πόλεις, τη Μέκκα και τη Μεδίνα16. Στα Βακούφια διοριζόταν από το οθωμανικό κράτος ένας έπαρχος ο οποίος ονομαζόταν μποσταντζής ή βοϊβόντας17, ενώ οι Οθωμανοί δεν είχαν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στις περιοχές αυτές. Έτσι, παρεχόταν μεγαλύτερη αυτονομία στους γηγενείς πληθυσμούς, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μία μορφή αυτοδιοίκησης εντός των συγκεκριμένων κοινοτήτων.

Σημαντικό κομμάτι για τη ζωή των κατοίκων του Πηλίου ήταν η φορολογία. Ο μηχανισμός επιβολής και είσπραξης της φορολογίας με τη μορφή των κατανεμημένων φόρων (Χαράτσι Μουκασέμ) ίσχυε και στην περιοχή των κοινοτήτων του Πηλίου. Το ύψος της κτηματικής εκμετάλλευσης του κάθε κάτοικου ήταν καταγεγραμμένο στο γενικό κτηματολόγιο (μάνναν) και βάση του γενικού κτηματολογίου συνέτασσαν κάθε χρόνο οι προεστοί το «ενιαύσιον δεφτέρι». Για τη σύνταξη του γενικού κτηματολογίου υπεύθυνοι ήταν οι «εκτιμηταί», οι οποίοι διορίζονταν κάθε επτά χρόνια με τον τρόπο που διορίζονταν και οι προεστοί και η επιλογή αυτών γινόταν μεταξύ των πιο ευυπόληπτων και ειδημόνων κατοίκων. Ταμίας οριζόταν ένας εκ των προεστών της κοινότητας, τον οποίο συνήθως αποκαλούσαν σακούλα.18.

Μεταξύ των κατοίκων των κοινοτήτων του Πήλιου είχαν αναπτυχθεί μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις19 και υπεύθυνοι γι’ αυτήν την κατάσταση ήταν κυρίως οι προεστοί, οι οποίοι εκμεταλλευόταν τον λαό και τον οδηγούσαν να ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης. Στο κομμάτι της φορολογίας λειτουργούσαν εις βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων βάζοντάς τους περισσότερους φόρους από αυτούς που μπορούσαν να πληρώσουν, ενώ ταυτόχρονα τους χρησιμοποιούσαν για διάφορες αγγαρείες, όπως το να φτιάξουν δρόμους για τη μεταφορά των προϊόντων των προεστών στις αποθήκες ή στο παζάρι, ή το να δημιουργήσουν αυλάκια για την μεταφορά του νερού και το πότισμα των χωραφιών των τελευταίων. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, οι υπόδουλοι πληθυσμοί δηλώνουν την πρόθεση να εγκαταλείψουν τον τόπο διαμονής τους, λόγω της φορολογικής καταπίεσης20.

Οι προεστοί, επίσης, εκτελούσαν και χρέη δικαστή όντας υπεύθυνοι να λύσουν τις διαφορές που δημιουργούνταν μεταξύ των κατοίκων, αλλά συνήθως δικαίωναν τους ισχυρούς ή εκείνους οι οποίοι είχαν κάποιον ισχυρό προστάτη. Οι περιπτώσεις τιμωρίας ήταν πολύ σκληρές και χαρακτηριστικό είναι πως τιμωρούσαν τις μικροκλοπές χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της φάλαγγας, ενώ τα ζητήματα ηθικής των γυναικών τιμωρούνταν με την μέθοδο της διαπόμπευσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι οι φτωχότεροι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών δεν είχαν το δικαίωμα να καθίσουν στα καφενεία στα οποία κάθονταν οι προεστοί, ενώ αν κάποιος φτωχός τη στιγμή που καβαλίκευε το μουλάρι του συναντούσε κάποιον προεστό θα έπρεπε να κατεβεί και να παραμερίσει για να περάσει ο προεστός. Επίσης, οι κάτοικοι των κατώτερων τάξεων δεν επιτρεπόταν να προσεγγίσουν το αρχονταρίκι21, εκτός αν είχαν κάποια δουλειά (όπως το να παραπονεθούν για κάποια υπόθεση κλπ..) και σε αυτήν την περίπτωση έπρεπε να βγάλουν στην είσοδο τα παπούτσια τους και να υποκλιθούν (τεμενά) στους προεστούς κατά το οθωμανικό σύστημα.

Στα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην περιοχή του Πηλίου επέφερε αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις και έτσι άρχισαν σιγά σιγά οι κοινότητες να χωρίζονται σε τάξεις. Οι τάξεις αυτές ήταν τρεις: οι μεγάλοι νοικοκυραίοι (μεγαλοκτηματίες, πραγματευτάδες, βιοτέχνες), οι μεσαίοι (μεσαίοι αγρότες, μαστόροι) και η τρίτη τάξη (κερατζήδες – αγωγιάτες, εργάτες – σκαφτιάδες, μικροϊδιοκτήτες)22. Όπως σε κάθε ταξική κοινωνία, έτσι και στην περίπτωση των πηλιορείτικων κοινοτήτων αναπτύχθηκαν κοινωνικές αντιθέσεις, οι οποίες οδήγησαν στην ταξική πάλη, με αποτέλεσμα η εξουσία των προεστών να κλονίζεται. Οι τελευταίοι για να κρατήσουν την κοινωνική τους θέση ανέπτυξαν ιδιαίτερες σχέσεις με τον οθωμανό βοϊβόντα και ξεκίνησαν τις ραδιουργίες για να καταστρέψουν τους αντιπάλους τους. Επίσης, ξεκίνησαν να προσεγγίζουν και να εξαγοράζουν χωρικούς23, με σκοπό να δημιουργήσουν την δική τους αστυνομία (μπράβοι, κούτσαβοι, κουτσαβάκια) και να τρομοκρατούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Επειδή η κατάσταση όμως ξέφυγε, και πέρα από τις φασαρίες έχουμε και περιπτώσεις δολοφονιών, από το 1815 και έπειτα σε αρκετές κοινότητες αποφασίστηκε μαζί με τους προεστούς να εκλέγεται και ένας αστυνόμος, ο λεγόμενος ζαμπίτης24.



ΡΑΨΑΝΗ – Από το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου Ραψάνης25


Στην πάνω συνοικία του χωριού Ραψάνη βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Στον συγκεκριμένο ναό έχει ανακαλυφθεί ένας χειρόγραφος κώδικας ο οποίος περιέχει οικονομικές καταγραφές από το 1778 μέχρι το 1889. Το περιεχόμενο των καταγραφών αφορά την κοινωνικό-οικονομική ζωή της συγκεκριμένης συνοικίας ενώ βρίσκουμε και πληροφορίες για την φορολογία της κοινότητας, ενθυμίσεις και καταγραφές για τα εκκλησιαστικά σκεύη και πληροφορίες για τους λογαριασμούς των επιτρόπων του ναού.

Οι φόροι του δημοσίου, σύμφωνα με το τότε διανεμητικό σύστημα καθορίζονταν για κάθε κοινότητα (φορολογική μονάδα) από τους οθωμανούς, με βάση ένα ειδικό κατάστιχο που ρύθμιζε το οφειλόμενο ποσό της κοινότητας συνολικά. Δηλαδή, τα μέλη της κοινότητας ευθύνονταν για την καταβολή του φόρου αλληλεγγύως. Αυτό το ποσό καταμερίζονταν για το κάθε μέλος της κοινότητας ξεχωριστά απ’ τους ετήσια εκλεγμένους που στη Θεσσαλία ονομάζονταν γέροι ή επίτροποι ή προεστοί ή βεκίληδες ή ταυλαμάνοι, (τουρκιστί κοτζαμπάσηδες) και καταβάλλονταν με βάση το κτηματολόγιο (το λεγόμενο μάνα)της κοινότητας, που ανανεώνονταν κάθε επταετία, στο οποίο καταγράφονταν η φορολογική ικανότητα του καθένα.26

Από το 1750 και έπειτα η οικονομική και πνευματική ζωή της Ραψάνης βρισκόταν σε άνθιση. Το εμπόριό της, το οποίο βασιζόταν στις εξαγωγές βαμμένων νημάτων στην Ευρώπη ήταν αρκετά ανεπτυγμένο, ενώ υπήρχε πλήθος υφαντουργείων, όπου κατασκευάζονταν «αλατζιάδες» και διάφορα άλλα υφάσματα.

Σχετικά με την διοίκηση της κοινότητας, αυτή γινόταν από τους κοινοτικούς άρχοντες, οι οποίοι αποκαλούνταν γέροι ή επίτροποι. Οι εκπρόσωποι στη βαθμίδα του καζά (νομός) των Αμπελακίων στον οποίο υπάγονταν διοικητικά η Ραψάνη, γίνονταν η συνέλευση όλης της Περιφέρειας που την συγκροτούσαν έξι αντιπρόσωποι της πρωτεύουσας, και ένας γέροντας από κάθε χωριό.27 Όσον αφορά την ημερομηνία των εκλογών, γίνονταν κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή του Μάρτη που ήταν η αρχή του οικονομικού έτους για τους οθωμανούς, και έπαιρναν μέρος οι ενήλικοι άντρες, με καθολική φανερή ψηφοφορία. Οι αρμοδιότητες των κοινοτικών αρχόντων ήταν η κατανομή των φόρων και ο διορισμός των αγροφυλάκων, των υδρονόμων, των εκκλησιαστικών επιτρόπων, των νεωκόρων και των δασκάλων.

Η Ραψάνη υπάγονταν στο αρματολίκι του Κάτω Ολύμπου που το κατείχαν οι Τζαχειλαίοι. Οι σχέσεις των προεστών με τους αρματωλούς δεν ήταν και οι καλύτερες. Υπάρχουν μαρτυρίες για έναν εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο ο οποίος ξέσπασε γύρω στο 1833 «φιλονεικούντων διά την φιλοπρωτείαν της πόλεως». Αφορούσε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των κλεφταρματολών και των τοπικών αρχόντων, με αποτέλεσμα την πυρπόληση κάποιων «εύκτιστων» σπιτιών.28 Αυτές οι αντιδικίες ήταν συνηθισμένες, όπως μας λέει ο Κασομούλης: «Προεστός και Καπιτάνος (της) <μιάς> επαρχίας, λέγει ανέκαθεν είναι δύο άκρα αντικείμενα. Οι Καπεταναίοι, οίτινες κυριαρχούς εις τας επαρχίας, εφαντάζοντο<πάντοτε> ότιμε το σπαθί των εκέρδισαν το «ψωμί» των. Οι Προεστοί, το ανάπαλιν ότι αυτοί συνεργούσαν και τους βαστούσαν<ως Αρματωλούς>.29


ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ - Η συντροφία30 των Αμπελακίων


Στο τέλος του 18ου αιώνα, στα Αμπελάκια αναπτύχθηκε έντονη εμποροβιοτεχνική δραστηριότητα, η οποία βασίστηκε στην παραγωγή του κόκκινου νήματος. Σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών31, στην περιοχή λειτουργούσαν 24 νηματοβαφεία, αριθμός ο οποίος επέτρεψε στα νήματα των Αμπελακίων να κατέχουν τα πρωτεία σε όλη την “ελλαδική” επικράτεια. Επίσης, τα κόκκινα νήματα των Αμπελακίων ήταν ξακουστά σε όλη την Ευρώπη, στη Μικρά Ασία και στην Κωνσταντινούπολη. Η ακμή της συγκεκριμένης κοινότητας φαίνεται και από το γεγονός ότι στην περιοχή λειτούργησε ανώτερο σχολείο (Ελληνομουσείον) στο οποίο διδάσκονταν ανώτερα μαθηματικά και φυσικές επιστήμες, ενώ φοιτούσαν σε αυτό και παιδιά από άλλες θεσσαλικές πόλεις και χωριά. Επίσης, η βιβλιοθήκη του σχολείου περιλάμβανε τόμους των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όπως και πιο σύγχρονα ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, ενώ περιείχε και εγχειρίδια φυσικής και χημείας. Το Ελληνομουσείον των Αμπελακίων (όπως και τα σχολεία του Τυρνάβου και της Ζαγοράς) αποτέλεσε σημαντική πνευματική εστία και σε αυτό δίδαξαν αρκετοί Έλληνες λόγιοι της εποχής, μεταξύ των οποίων οι: Ευγένιος Βούλγαρης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Σπυρίδων Ασάνης, Κωνσταντίνος Κούμας, Γεώργιος Τρικαλινός κ.α32.

Στα Αμπελάκια, η αυτοδιοίκηση διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της εμφάνισης της παραγωγικής της ακμής, με ιδιαίτερα δικά της χαρακτηριστικά, αλλά πάντα στα πλαίσια που επέτρεπε η αυτονομία των δημοτικών εξουσιών μέσα στους κόλπους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι νέες παραγωγικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν καθόρισαν και τις νέες παραγωγικές σχέσεις, που με τη σειρά τους επέβαλαν τις νέες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Αυτή η κοινωνική ανάγκη προσάρμοσε την καλύτερη μορφή οργάνωσης της κοινότητας, όπως μας την δίνουν ο Δρόσος Δροσινός στις αναμνήσεις του και ο Φρ.Μπουλανζέ στο γράμμα που έστειλε στον Ιωάννη Κωλέττη, πρωθυπουργό της Ελλάδας.

Η Διοικητική Συντροφιά, όπως ονομάστηκε, ήταν η ανώτερη βαθμίδα διοίκησης των Αμπελακίων. Αυτή διευθύνονταν από δυο Επιτροπές, την Εκτελεστική και τη Διοικητική.

Η Εκτελεστική (ή Ανώτατη) Επιτροπή, εξ ού και ονομάστηκαν Επίτροποι οι δημογέροντες-προεστοί, είχε την ανώτατη διεύθυνση της αδελφότητας, την εποπτεία της εκτέλεσης των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης. Αυτή έρχονταν σε επικοινωνία με τον Πασά της Λάρισας για την καταβολή των φόρων και με τον επίσκοπο και ποτέ δεν απουσίαζαν από την έδρα τους κατά το διάστημα της τριετούς θητείας τους.

Η Διοικητική Επιτροπή (ή Κοινοτική) ήταν επιφορτισμένη με την διανομή των φόρων μεταξύ των κατοίκων. Η φορολογία γίνονταν στο καθαρό εισόδημα κάθε πολίτη, αφού πρώτου του αφαιρούνταν το αναγκαίο ποσό για την συντήρηση της οικογένειάς του. Ήταν επιφορτισμένη με την συντήρηση των κοινοτικών λιβαδιών και των χωραφιών, των εκκλησιαστικών περιουσιών και τη διάθεση των κονδυλίων που ψηφίστηκαν από τη Γενική Συνέλευση για τη συντήρηση των σχολείων, των δρόμων των αγαθοεργών ιδρυμάτων κ.λπ.33

Η ισχυρή οικονομία των Αμπελακίων, που πλήρωνε πλούσιους φόρους, ανάγκασε την οθωμανική διοίκηση να δώσει άδεια στους προεστούς των Αμπελακίων για συγκρότηση ένοπλης φρουράς από ντόπιους, για την προστασία τους από Αρβανίτες, κυρίως, ληστές. Ο Σουηδός περιηγητής Μπγιέρνστωλ, που επισκέφθηκε τα Αμπελάκια το 1779 γράφει πως δόθηκε άδεια να σχηματισθεί σώμα οπλοφόρων για τη φύλαξη της κωμόπολης. «Είναι η πρώτη φορά στον τόπο αφτό που οι Έλληνες παίρνουν τα όπλα και σκοτώνουν Μουσουλμάνους… Σε όλα τα χωριά συγκροτήθηκαν ομάδες από Έλληνες στρατιώτες και στην περιοχή υπάρχουν ήδη 700 άντρες καλά οπλισμένοι. Το χωριό Αμπελάκια έχει οπλίσει 50 στρατιώτες.»34

Όπως διαπιστώνουμε από τα παραπάνω, μέσα στα καθήκοντα των προεστών, εκτός από την κύρια διαχείριση των οικονομικών «προΐσταντο και της αστυνομίας της πόλεως ή του χωρίου ως και της αγροτικής αυτοί διώριζον τους πολιτοφύλακας και αγροφύλακες αλλά και εθνοφύλακας, όπου υπήρχαν λησταί προς καταδίωξιν.»35

Η ακμή όμως των Αμπελακίων δεν διήρκησε πολύ και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα επήλθε η γενικότερη παρακμή της κοινότητας, η οποία οφειλόταν σε διάφορες αιτίες. Περιληπτικά μόνο να αναφέρουμε πως κατά την περίοδο των ναπολεόντιων πολέμων προκλήθηκε έντονη οικονομική κρίση στην Ευρώπη, η οποία επηρέασε και την παραγωγή των Αμπελακίων. Ταυτόχρονα, έχουμε την αλματώδη ανάπτυξη των εγγλέζικων νημάτων, η οποία οφειλόταν σε τεχνικές τελειοποιήσεις της αγγλικής υφαντουργίας, με αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα νήματα να είναι πιο στέρεα και πιο οικονομικά. Τέλος, έχουμε το φαινόμενο της σπατάλης και των καταχρήσεων από την μεριά των μεγαλεμπόρων και της αμπελακιώτικης πλουτοκρατίας, σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες, όπου συναντάμε ένα καθεστώς εκμετάλλευσης και καταπίεσης, με αποτέλεσμα να έχουμε και την εμφάνιση ενός λαϊκού κινήματος με χαρακτήρα ταξικό36.

Όλοι οι συγγραφείς αναγνωρίζουν πως το καθεστώς της Αυτοδιοίκησης ήταν πολύ ωφέλιμο στους κατεκτημένους λαούς. Δεν ήταν και λίγες περιοχές που έφτασαν σε μεγάλα επίπεδα ακμής χάρη της Αυτοδιοίκηση. Και μάλιστα σύμφωνα με την γνώμη αρκετών αυτός ο θεσμός παράτεινε για τόσα χρόνια την διατήρηση της της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.37


1 Κατά τον Ισλαμικό νόμο η ιδιοκτησία της γης ανήκει «εις τον οίκον της κοινής των Μουσουλμάνων περιουσίας» δηλαδή στο οθωμανικό δημόσιο. Τη διαχείριση των γαιών την αναλαμβάνει ο Σουλτάνος, ο οποίος είναι ο αντιπρόσωπος του Αλλάχ στην γη. (Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, Κοινοτικός βίος εις την Θετταλομαγνησίαν επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 16). Εδώ συναντάμε μία σημαντική διαφορά με την δυτική φεουδαρχία η οποία αναγνωρίζει την ιδιωτική ιδιοκτησία επί των γαιών, γεγονός το οποίο δημιουργεί τις κατεστημένες και νομοκατεστημένες τάξεις.

2 Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, έκδοση ιγ’, 1994, σελ.40 -41 / Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, εκδόσεις Μπουκουμάνη, έκδοση Γ’, 1973, σελ. 23.

3 Ευτυχία Λιάτα, Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770 – 2000, εκδόσεις εφημερίδα Τα Νέα, Αθήνα, 2003, τόμος Β’, σελ. 311.

4 Όταν συνέβαινε να γίνονται εκλογές δύο φορές στο ίδιο έτος η δεύτερη φορά οριζόταν την ημέρα του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου (Νικόλαος Γ. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον επί τουρκοκρατίας, εκδόσεις εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1882, σελ. 83).

5 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, Κοινοτικός βίος εις την Θετταλομαγνησίαν επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 46.

6 Δ. Κ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, εκδόσεις τυπογραφείο της εφημερίδας «Η Θεσσαλία», Βόλος, 1912, σελ. 97.

7 Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενική ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως, εκδόσεις Ευαγγελισμός, Αθήνα, 1864, τόμος Β’, σελ. κβ’.

8 Δ. Κ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, εκδόσεις τυπογραφείο της εφημερίδας «Η Θεσσαλία», Βόλος, 1912, σελ. 216.

9 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 41 / Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα, σελ. 205 – 206 / Νικόλαος Γ. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον επί τουρκοκρατίας, εκδόσεις εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1882, σελ. 85, 92 / Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π., σελ. 216 – 217.

10 Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π. σελ. 99 – 100, 217.

11 Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική ιστορία 1204 – 1985, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2004, έκδοση κβ’, σελ. 79 / Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., 1973, σελ. 25.

12 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 196.

13 Η δεκάτη ήταν μία μορφή φορολογίας κατά την οποία ο καλλιεργητής της γης, συνήθως, ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει το ένα δέκατο της ετήσιας παραγωγής στον τιμαριούχο. Τον συγκεκριμένο φόρο οι Οθωμανοί τον παρέλαβαν από τον Βυζάντιο (Δ. Κ. Τσοποτός,ό.π., σελ. 102-105).

14 Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π., σελ. 97 / Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 16.

15 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 18.

16 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., Αθήνα, σελ. 199.

17 Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π., σελ. 97 / Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 223.

18 Νικόλαος Ι. Μάγνης, Περιήγησις ή τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας και της μεν Θεσσαλίας εν επιτομή της δε Μαγνησίας εν εκτάσει, τυπογραφείο της Λακωνίας, Αθήνα, 1860, σελ. 43 / Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 207.

19 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 205 – 208.

20 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 45.

21 Οίκημα στο οποίο κανόνιζαν οι πλούσιοι τις υποθέσεις της κοινότητας (Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 207).

22 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 226.

23 Πολλές φορές τα άτομα που εξαγόραζαν συγκαταλεγόταν στα κατακάθια της εκάστοτε κοινότητας.

24 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., Αθήνα, σελ. 226 – 229.

25 Κώστας Σπανός, «Το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου της Ραψάνης», Θεσσαλικό ημερολόγιο, Λάρισα, 1982, τόμος 3ος, σελ. 65 – 109.

26 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 41.

27 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ.11, σ.137-138.

28 Ιωάννης Α. Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, Ελληνικό τυπογραφείο Τράττνερ και Καρολίου, Πέστη Ουγγαρίας, 1836, σελ. 98 - 99.

29 Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά, της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, προτάσσεται Ιστορία του Αρματωλισμού, Εισαγωγή και σημειώσεις υπό Γιάννη Βλαχογιάννη, τόμος 1, Αθήναι 1940, σελ. 313.

30 Σχετικά με την περίπτωση των Αμπελακίων υπάρχει μία άποψη η οποία θεωρεί πως στα Αμπελάκια λειτούργησε ο πρώτος συνεταιρισμός παγκοσμίως. Η συγκεκριμένη άποψη είναι λανθασμένη και βασίζεται κυρίως στην ανάγνωση από τον Μπουλανζιέ των αναμνήσεων του Αμπελακιώτη Δρόσου Δροσινού, οι οποίες σύμφωνα με την έρευνα του ιστορικού Γιάνη Κορδάτου (Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, εκδόσεις Μπουκουμάνη, έκδοση Γ’, 1973) είναι ανακριβείς και δεν επιβεβαιώνονται. Ο συγκεκριμένος ιστορικός έχει κάνει μία ενδελεχή έρευνα πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, η οποία βασίζεται σε περιγραφές περιηγητών της εποχής και στη μελέτη 140 επιστολών Αμπελακιωτών (αρχείο Δογάνη) τις οποίες έχει δημοσιεύσει ο Ηλίας Γεωργίου (Ηλίας Γεωργίου, Νεώτερα στοιχεία πει της ιστορίας και της συντροφίας των Αμπελακίων, εξ ανεκδότου αρχείου, Αθήνα, 1950) και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ουδέποτε εφαρμόσθηκαν στα Αμπελάκια οι αρχές του συνεταιρισμού. Αντιθέτως, μιλάμε για συνεργασίες εμπόρων και ιδιοκτητών παραγωγικών μονάδων οι οποίες σαν μορφή είναι πιο κοντά στην ετερόρρυθμη εταιρεία παρά στον συνεταιρισμό.

31 Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., σελ. 48 - 49.

32 Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., σελ. 139 - 142.

33 Ηλίας Παν. Γεωργίου, Ιστορία και συνεταιρισμός των Αμπελακίων, Αθήναι 1951, σ. 37.

34 J.J. Björnståhl, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, εκδ. Τετράδια του Ρήγα, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 125.

35 Μοσχοβάκης Νικόλαος, Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί τουρκοκρατίας, εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Χ.Ν. Φιλαδελφέως, 1882, σ. 92.

36 Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., σελ. 75, 129 - 133.

37 Κων. Κουκκίδης, Το πνεύμα του συνεργατισμού των νεώτερων Ελλήνων και τ’ Αμπελάκια, ο πρώτος συνεταιρισμός του κόσμου, Αθήναι 1948, σ. 43.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή - Η ελληνική αστική τάξη διεκδικεί μερίδιο από την λεία.

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την μικρασιατική καταστροφή, η οποία ήταν αποτέλεσμα των επιδιώξεων της ελλαδικής αστικής τάξης στην περιοχή της εγγύς Ανατολής1 2 και στη σύμπλευσή της κυρίως με τα συμφέροντα του αγγλικού ιμπεριαλισμού, ενώ καθοριστικό ρόλο στην ήττα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έπαιξε ο αντιαποικιακός απελευθερωτικός αγώνας του τουρκικού λαού. Γενικότερα, με τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου κλιμακώνεται έντονα η διαπάλη των ανταγωνισμών μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που βγήκαν νικητές από τον πόλεμο, διαπάλη η οποία έχει να κάνει με το “μοίρασμα του κόσμου”, το οποίο βασίζεται στην αρπαγή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους της λείας που προκύπτει από την καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία3.

Οι τυχοδιωκτικές επιδιώξεις της ελλαδικής αστικής τάξης εντάσσονται στο πλαίσιο της “μεγάλης ιδέας” η οποία με τη διαμόρφωση του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου στις αρχές του περασμένου αιώνα ταυτίζεται απόλυτα με την ιδεολογία της ελλαδικής αστικής τάξης. Οι ρίζες της “μεγάλης ιδέας” φθάνουν μέχρι την προεπαναστατική περίοδο, όταν η αναδυόμενη ελληνική αστική τάξη προσπάθησε να παγιωθεί και να μεγαλώσει ξεκινώντας τις προσπάθειες για τη δημιουργία του ελληνικού κράτους – έθνους. Η αστική τάξη αποτελώντας την πρωτοπορία της ελληνικής επανάστασης κατάφερε να κυριαρχήσει ιδεολογικά στη διαμόρφωση του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ιδεολογία όμως η οποία ήταν ολότελα ξένη προς τα συμφέροντα των αγροτολαϊκών πληθυσμών. Καθ’ όλη την περίοδο από τα μετεπαναστατικά χρόνια μέχρι και την μικρασιατική καταστροφή – οπότε υπήρξε και η κορύφωσή της – η μεγάλη ιδέα προσπαθούσε να διαμορφώσει τη συνείδηση των ελληνικών πληθυσμών. Ο Λέων Μακκάς χαρακτηριστικά αναφέρει πως: «από το 1821 μέχρι του 1922, ο ελληνικός λαός, έζησε απαρασάλευτα πιστός, τυφλώτατα αφωσιωμένος και φανατικότατα προσηλωμένος εις το ιδανικό της “Μεγάλης ιδέας”. Και επιστρατεύοντο τότε τα πάντα – και η πολιτική και η ποίησης και η λαογραφία και η ρητορική και ο μύθος και το καρυοφύλλι και η εκπαίδευσις εις όλας της τας βαθμίδας και εις όλας της τας εκδηλώσεις – δια να τροφοδοτήται αέναα και ποικιλόμορφα, πλούσια και πειστικώτατα, το πανελλήνιον αυτό όνειρον μιας Μεγάλης Ελλάδος, το οικουμενικόν όραμα μιας Πόλης που κι αυτή θα γινόταν Ελληνική, η αφελής ίσως αλλά γενική πίστις ότι όλα τα μέρη όπου ζούσαν Έλληνες, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι4». Μην ξεχνάμε βέβαια πως οι επαναστατικές ιδέες και τα ιδανικά του Ρήγα Φεραίου όπως και άλλων επαναστατών της εποχής δεν έχουν καμία σχέση με τις αντιλήψεις της ελληνικής αστικής τάξης και το πώς αυτές διαμορφώθηκαν καθ΄ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Την περίοδο που προηγείται την έναρξης του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βασικοί πολιτικοί εκφραστές των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης ήταν τόσο η φιλελεύθερη παράταξη του Ε. Βενιζέλου, όσο και οι αντιβενιζελικοί ή οι φιλοβασιλικοί. Η εξωτερική πολιτική του κόμματος του Ε. Βενιζέλου ήταν προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις του γαλλικού ιμπεριαλισμού, ενώ στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής υπηρετούσε τα συμφέροντα του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Αυτό συνέβαινε λόγω του ότι οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες και οι μεγαλέμποροι μεταπράτες (τόσο του ελλαδικού χώρου, όσο και των παροικιών) είχαν δεσμούς με τα γαλλικά και αγγλικά μονοπώλια· στην περιοχή της Ανατολής και στις θαλάσσιες μεταφορές οι Άγγλοι υπερείχαν αισθητά, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη υπερτερούσαν οι Γάλλοι5.

Η μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή είναι άμεσα συνυφασμένη με το πλέγμα των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων6, ιδίως αυτών της εποχής πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο7. Στην αυγή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η ελληνική αστική τάξη ήταν διχασμένη· ένα μέρος της του οποίου τα συμφέροντα εκφραζόταν μέσω του κόμματος των φιλελευθέρων με αρχηγό τον Ελευθέριο Βενιζέλο υποστήριζε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, ενώ ένα άλλο μέρος της το οποίο εκφραζόταν από την παράταξη επικεφαλής της οποίας ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος υποστήριζε την ουδετερότητα, επιλογή η οποία εκείνη την περίοδο βόλευε το γερμανικό στρατόπεδο. Το 1915 η αγγλική αποικιοκρατία ήταν σε μειονεκτική θέση, γιατί στο δυτικό μέτωπο οι Γερμανοί ήταν νικητές, ενώ ταυτόχρονα οι Οθωμανοί είχαν ξεκινήσει συμμαχία με τους Αυστρογερμανούς. Η κατάσταση στο μέτωπο δεν ήταν ευνοϊκή για την Αντάντ και ιδιαίτερα για τους Άγγλους, γιατί κινδύνευαν να χάσουν τη Μέση Ανατολή και κατ’ επέκταση τις Ινδίες. Έτσι, οι Άγγλοι πολιτικοί από τη στιγμή που οι Οθωμανοί έπαψαν να είναι όργανό τους στράφηκαν προς την Ελλάδα και αποφάσισαν να κολακέψουν τον “μεγαλοιδεατισμό” της ελληνικής αστικής τάξης και της ελληνικής κυβέρνησης. Μέχρι να φτάσουν στο σημείο αυτό οι σύμμαχοι και κυρίως οι Άγγλοι, ο Ε. Βενιζέλος κατέβαλε πολύ μεγάλο αγώνα υποβάλλοντας συνεχή υπομνήματα προς τους Άγγλους, ενώ ταυτόχρονα υποσχόταν πως το ελληνικό κράτος θα είναι «φρουρός των αγγλικών συμφερόντων» και «ο καλύτερος χωροφύλακας των πετρελαίων της Μοσούλης». Ο Άγγλος πρωθυπουργός Άσκουιθ υποσχέθηκε στον αρχηγό του κόμματος των φιλελευθέρων Ελευθέριο Βενιζέλο την Σμύρνη αλλά και κομμάτι της ενδοχώρας, ενώ παρόμοιες υποσχέσεις δόθηκαν από τον Λόιντ Τζόρτζ και άλλους αρχηγούς αγγλικών πολιτικών κομμάτων8. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε πως σύμφωνα με βρετανικά κρατικά έγγραφα τα αντισταθμίσματα της Αντάντ προς την Ελλάδα για τις «ικανοποιητικές εδαφικές παραχωρήσεις της Μακεδονίας» προς τη Βουλγαρία ήταν μια αόριστη νύξη πως «δεσμευόμαστε να βρούμε αλλού αποζημίωση για την Ελλάδα» στη λογική του ότι οι ελληνικές παραχωρήσεις θεωρούνταν «μια θυσία που προσφέρεται στον κοινό σκοπό». Ακόμη, η Αντάντ θα υποσχόταν υποστήριξη των ελληνικών δυνάμεων στο βιλαέτι του Αϊδινίου αποφεύγοντας δεσμεύσεις που είχαν να κάνουν με τη διασφάλιση της ακεραιότητας του ελληνικού κράτους, διασφάλιση την οποία είχε ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση9.

Έτσι, ο Βενιζέλος στέλνοντας δύο υπομνήματα στον βασιλιά Κωνσταντίνο (11/01/1915 και 17/01/1915) εισηγείται την είσοδο της χώρας στον πόλεμο υπό τις εντολές της Αντάντ και ταυτόχρονα εισηγείται την παραχώρηση των επαρχιών Σαρή – Σαμπάν (Νέστος), Καβάλας και Δράμας στη Βουλγαρία προσβλέποντας σε αντίστοιχα ανταλλάγματα10. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο είχε τεράστια οικονομικά οφέλη για την ελληνική αστική τάξη11, ενώ μία ενδεχόμενη επέκτασή της προς τη Μικρά Ασία ήταν άκρως δελεαστική, γιατί και μόνο το βιλαέτι του Αϊδινίου ήταν αρκετά πιο πλούσιο και παραγωγικό από την παλιά Ελλάδα της εποχής πριν το 1912. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως στην περιοχή της Μικράς Ασίας και πιο συγκεκριμένα στα σαντζάκια της Σμύρνης, της Μαγνησίας και του Μπαλουκεσέρ, το ποσοστό του πληθυσμού το οποίο είχε ελληνική συνείδηση μπορεί να ήταν υψηλό, αλλά όχι κυρίαρχο. Πιο συγκεκριμένα, η απογραφή που διενήργησε η Διεύθυνση Εσωτερικών της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης το 1921 έδειξε πως σε σύνολο 1.034.878 κατοίκων, οι ελληνικής συνείδησης κάτοικοι ήταν 425.805 (41,14%) κάτι το οποίο ήταν αντίθετο με το επιχείρημα του Έλληνα πρωθυπουργού πως η προσάρτηση των συγκεκριμένων εδαφών βασίστηκε στην αρχή της αυτοδιάθεσης12.

Πολλοί πολιτικοί και αξιωματούχοι διαφωνούσαν με μία ενδεχόμενη επέκταση στην περιοχή της Μικράς Ασίας. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος ήταν αναπληρωτής αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στις 15 Ιανουαρίου 1915 σε συνομιλία του με τον πρωθυπουργό υποστηρίζει πως «το Ελληνικόν Κράτος δεν είναι σήμερον προητοιμασμένον διά την διοίκησιν και εκμετάλλευσιν τοιαύτης εκτεταμένης χώρας, ως αποικίας» και πως «η Μ. Ασία έχει μεγάλην πλειονότητα τουρκικού πληθυσμού έναντι πολύ μειονεκτούντος ελληνικού πληθυσμού». Επίσης, στις 14 Ιανουαρίου 1915 δηλώνει πως «είναι δύσκολον να υποδιαιρέση τις την χώραν ταύτην πολιτικώς, χωρίς να περιπέσει εις ανωμαλίας, αίτινες, έχουσαι αντίκτυπον επί του οικονομικού και εθνολογικού πεδίου, θα γεννήσωσι μοιραίως, εν τη εξελίξει του χρόνου, προστριβάς, αίτινες θα ανάγωσιν εις αγώνας προς συνένωσιν πάλιν των χωρών τούτων διά της επικρατήσεως της μίας εξ αυτών»13.

Μετά την ήττα των δυνάμεων του άξονα υπογράφεται στις 30 Οκτώβρη 1918 στο Μούδρο της Λήμνου ανακωχή ανάμεσα στις χώρες της Αντάντ και την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανακωχή όμως με όρους ταπεινωτικούς για τον τούρκικο λαό. Τη συγκεκριμένη ανακωχή την καταπολέμησαν οι υπόλοιπες δυνάμεις της Αντάντ λόγω της απληστίας των Άγγλων, ενώ οι ανταγωνισμοί που αναπτύχθηκαν στο διάστημα που ακολούθησε απασχόλησαν τις διασκέψεις του Λονδίνου (12/02 – 10/04/1920) και του Σαν Ρέμο (19 – 26/04/1920)14. Σημειωτέον πως έπειτα από τις συγκεκριμένες διασκέψεις η τουρκική οικονομία περνούσε στον απόλυτο έλεγχο των συμμαχικών δυνάμεων χωρίς καμία δικαιοδοσία της τουρκικής κυβέρνησης πάνω στην οικονομία της. Δυστυχώς για την ελληνική αστική τάξη η λεία από την ανακωχή του Μούδρου δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική και σύμφωνα με το τηλεγράφημα του Δ. Κακλαμάνου προς τον Ν. Πολίτη στις 22 Νοέμβρη 1918 «η Ελλάδα (…) εισήλθε στον πόλεμο πάρα πολύ αργά για να υποβληθεί σε τέτοιες θυσίες που θα της εξασφάλιζαν εκπλήρωση όλων των διεκδικήσεων της»15. Έτσι, αναζητήθηκαν επιπλέον θυσίες για την ένταξη της Ελλάδας στο στρατόπεδο των ιμπεριαλιστικών αρπαχτικών, θυσίες όπως αυτή της αποστολής στρατευμάτων στην περιοχή της Ουκρανίας με σκοπό να καταπνίξουν την επανάσταση του ρωσικού λαού16.

Το θέμα των διεκδικήσεων της ελληνικής πλευράς στην περιοχή της Θράκης απασχόλησε τόσο το τμήμα πληροφοριών των Η.Π.Α., όσο και το υπουργείο εξωτερικών της Βρετανίας τα οποία ήταν αντίθετα, γιατί επικεντρωνόταν τόσο στη μουσουλμανική πλειοψηφία των πληθυσμών στις περιοχές αυτές, όσο και στα ενδεχόμενα προβλήματα του αποκλεισμού της Βουλγαρίας από το Αιγαίο. Σχετικά με μία επικείμενη επέκταση προς τη Μικρά Ασία η αμερικανική πλευρά ήταν ξανά αρνητική και την θεωρούσε επικίνδυνη, γιατί αν αυτή γινόταν, το ελληνικό κράτος θα διεκδικούσε ακόμα περισσότερα εδάφη, ενώ το βρετανικό υπουργείο πολέμου από την μεριά του αντιτίθετο, γιατί θεωρούσε την περιοχή «εθνολογικά μη υπερασπίσιμη»17. Παρόλα αυτά, η Βρετανία τελικά αποφάσισε πως τα συμφέροντα της εξυπηρετούνται καλύτερα με τη χρησιμοποίηση του ελληνικού κράτους λόγω του ότι θα χρησιμοποιούταν για να αναχαιτίσει το γαλλικό εμπόριο στην περιοχή του Λεβάντε και τις επικίνδυνες ιταλικές επιδιώξεις για εδαφική και ναυτική επέκταση στη μεσόγειο ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο την αγγλική κυριαρχία στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Εμπόδιο στην επιλογή του ελληνικού στρατού υπήρξε η στάση του συντηρητικού κόμματος του βρετανικού κοινοβουλίου (Torries), αλλά τόσο η αύξηση της δημοτικότητας και η άνοδος του εργατικού κόμματος, όσο και η επιμονή των φιλελευθέρων έκαμψε τις αντιστάσεις των συντηρητικών18. Σημαντική υπήρξε επίσης η επιρροή που ασκούσαν στην αγγλική κυβέρνηση οι Έλληνες κεφαλαιούχοι του Λονδίνου, της Αιγύπτου, των Ινδιών, της Παλαιστίνης και άλλων αγγλικών κτήσεων οι οποίοι δώσανε «ισχυρά διπλωματικά όπλα» στον Ε. Βενιζέλο στο συνέδριο της ειρήνης στο Παρίσι (1919)19.

Η απόφαση για την αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος πάρθηκε στις 06 Μαίου του 1919 από το ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο, απόφαση η οποία άνοιγε τον ασκό του Αιόλου για μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας – και όχι μόνο – οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στην μικρασιατική καταστροφή. Η συγκεκριμένη απόφαση έπρεπε να εκτελεσθεί το συντομότερο δυνατό, γιατί είχε ληφθεί χωρίς τη συγκατάθεση της Ιταλίας και χωρίς καμία εγγύηση από τη μεριά των Η.Π.Α. και της Γαλλίας για τη στάση που θα ακολουθούσαν20. Το περιεχόμενο της απόφασης ήταν ασαφές, ο λόγος αποστολής των στρατευμάτων αναφερόταν στην πιθανή πρόληψη σφαγών εις βάρος χριστιανικών πληθυσμών, ενώ δεν υπήρχε καμία αναφορά για προσάρτηση εδαφών21. Έτσι, στις 08 Μαίου 1919, έπειτα από την τηλεφωνική διαταγή με αριθμό 64087/1037, το Γενικό Στρατηγείο του Ελληνικού Στρατού αποφασίζει την αποστολή της 1ης Μεραρχίας22, η οποία ξεκίνησε από το λιμάνι των Ελευθερών στην Καβάλα και αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 15 Μαίου 191923. Όπως προαναφέραμε, το ελληνικό στοιχείο δεν ήταν κυρίαρχο στην περιοχή της Μικράς Ασίας και γι’ αυτό το λόγο ο ελληνικός στρατός στην περιοχή αποκαλούταν «στρατός κατοχής», ενώ ο αρχηγός του υπέγραφε ως «αρχηγός του στρατού κατοχής». Με την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων εμφανίζονται και οι πρώτες παρεκτροπές, κάτι το οποίο φαίνεται από το τηλεγράφημα του Ε. Βενιζέλου στις 29 Ιουνίου 1919 προς τον ύπατο αρμοστή της Ελλάδας στη Σμύρνη Α. Στεργιάδη και προς τον υποστράτηγο Κ. Νίδερ όπου αναφέρει: «Αι παρεκτροπαί στρατού κατά τας δύο πρώτας ημέρας αποβάσεως εις Σμύρνην όχι μόνο μας καταρρίπτουν ηθικώς αλλά και κινδυνεύουν ατυχώς να επηρεάσουν ουσιωδέστατα και θέσουν εις μέγαν κίνδυνον εθνικά συμφέροντα.»24. Στη συνέχεια, ο αρμοστής της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Ε. Κανελλόπουλος αναφέρεται σε τρεις εκθέσεις της χωροφυλακής Σμύρνης σε περιπτώσεις βίας του στρατού κατοχής κατά του μουσουλμανικού πληθυσμού, ενώ ο ίδιος σε τηλεγράφημά του στον Ν. Πολίτη στις 05 Ιουνίου 1919 αναφέρεται σε συμμορίες Ελλήνων οι οποίοι βιαιοπραγούν κατά των Τούρκων και αναφέρει πως: «συμμορίαι υπό Ελλήνων καταγομένων (…) οι πλείστοι έχουσιν απολυθή εκ του Ελληνικού στρατού. Συμμορίαι επιτίθενται κατά Τούρκων προς αντεκδίκησιν διά διωγμούς ή προς ληστείαν (…) ήλθον δε πολλοί εξ αυτών πάνοπλοι και φέροντες και χειροβομβίδας»25. Αποτέλεσμα όλων αυτών των γεγονότων ήταν να λειτουργήσουν έκτακτα στρατοδικεία του ελληνικού στρατού και όπως μαθαίνουμε από την έκθεση του Α. Στεργιάδη για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (26 Μαΐου 1919): «Στρατοδικείον εδίκασεν επειγόντως (…) και κατεδίκασεν εις τουφεκισμόν εκτελεσθέντα αμέσως ένα ημ’ ετέρων στρατιώτην ένα χριστιανόν Σμυρναίον και άλλους επτά εις μικρότερας ποινάς»26. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Αμερικανού ύπατου αρμοστή στην περιοχή της Τουρκία, ναυάρχου Μ. Μπρίστολ, ο οποίος αναφέρεται στον Ε. Βενιζέλο και δηλώνει πως: «αν αφεθεί να ακολουθήσει το δρόμο του θα καταστρέψει εντελώς κάθε πιθανότητα επίλυσης είτε στα Βαλκάνια είτε στην Μ. Ασία». Χαρακτηριστική είναι και η παραδοχή του εκπροσώπου του υπουργείου εξωτερικών της βουλής των κοινοτήτων Cecil Harmsworth ο οποίος αναφέρει πως τα ελληνικά στρατεύματα έσφαξαν Τούρκους στη Σμύρνη υπό το βλέμμα των συμμαχικών πλοίων. Όλα αυτά δημιούργησαν μία πολύ αρνητική εικόνα για τον ελληνικό στρατό κατοχής και έτσι η διασυμμαχική επιτροπή αποφασίζει να τον αντικαταστήσει με μία μεικτή δύναμη Άγγλων και Γάλλων στρατιωτών κάτι το οποίο όμως δεν εφαρμόσθηκε, γιατί τελικά οι δύο χώρες αρνήθηκαν να προσφέρουν τις δυνάμεις τους27.

Την περίοδο που οι ελληνικές δυνάμεις αποβιβάζονται στη Σμύρνη κηρύσσεται στην Τουρκία εθνικό πένθος, ενώ στην Κωνσταντινούπολη πλήθος κόσμου διαδηλώνει έχοντας σαν βασικό σύνθημα το «Η Σμύρνη θα μείνει τουρκική». Παράλληλα το πλήθος φώναζε: «ζητούμε δικαιοσύνη - δύο εκατομμύρια Τούρκοι δεν θα θυσιασθούν για διακόσιες χιλιάδες Έλληνες - οι μουσουλμάνοι δεν πεθαίνουν ούτε και πρόκειται να εξοντωθούν – ο Τούρκος ποτέ δεν ήταν ούτε και θα γίνει δούλος»28. Οι ανωμαλίες που προκλήθηκαν τις πρώτες μέρες κατοχής της Σμύρνης και γενικότερα η σκληρή και απάνθρωπη αντιμετώπιση του τουρκικού λαού από τις δυνάμεις κατοχής29 οδήγησαν στην οργάνωση και ανάπτυξη του τουρκικού αντιαποικιακού απελευθερωτικού κινήματος, ενώ η αντίσταση στην ξένη κατοχή έπαιρνε πλέον παλλαϊκή έκταση. Επίσης, βασική αιτία ανάπτυξης του αντιαποικιακού κινήματος ήταν η δυσχερής οικονομική κατάσταση των κατοίκων. Στο διάστημα μεταξύ του 1918 – 1921 οι φόροι των αγροτών τετραπλασιάστηκαν, ενώ ταυτόχρονα έχασαν και το 50% της γης τους30. Πρωτοπόρα τάξη του αντιαποικιακού κινήματος ήταν η τουρκική αστική τάξη της Μ. Ασίας, ενώ ιδεολογικοί εκπρόσωποι και οργανωτές της πάλης ήταν διανοούμενοι αξιωματικοί του τουρκικού στρατού με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ Πασά (Ατατούρκ). Στις 25 Ιουλίου 1919 λαμβάνει χώρα το πρώτο εθνικό συνέδριο των Τούρκων στην πόλη Ερζερούμ όπου καταλήγουν σε εννέα σημεία σχετικά με το μέλλον του τουρκικού λαού, ενώ στις 7 Σεπτεμβρίου 1919, στην πόλη της Σίβας, συγκαλείται το δεύτερο εθνικό συνέδριο όπου κυριαρχεί τελικά το ρεύμα της τουρκικής εθνικής αστικής τάξης, στο οποίο άνηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ31. Αποτέλεσμα των συνεδρίων ήταν να αναβαθμιστεί η λαϊκή πάλη και από αυθόρμητη εξέγερση απόκτησε πλέον κεντρικό όργανο καθοδήγησης και οργάνωσης. Βασική διακήρυξη του συγκεκριμένου συνεδρίου ήταν πως αν ο Σουλτάνος δεν συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του συνεδρίου, τότε ο τουρκικός λαός θα πολεμήσει μόνος του και παρά τη θέληση του Σουλτάνου. Ένα άλλο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι πως και τα δύο συνέδρια κατέληξαν πως δέχονται ως ισότιμες τις εθνικές μειονότητες αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της ιδιαίτερης εθνικής τους ζωής (εδώ το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί τη συγκεκριμένη συνθήκη για να προστατέψει τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας). Δυστυχώς όμως το μόνο αίτημα που έγινε δεκτό από τις δυνάμεις της Αντάντ (σχηματισμός στον οποίο άνηκε και η Ελλάδα) ήταν η διενέργεια εκλογών πιστεύοντας πως ο στρατός κατοχής θα οδηγούσε την παράταξη του Σουλτάνου στη νίκη32. Οι εκλογές έλαβαν χώρα στο τέλος του έτους και τα αποτελέσματα για τους συμμάχους ήταν απογοητευτικά, γιατί η πλειοψηφία της νέας βουλής άνηκε στην παράταξη του Κεμάλ Ατατούρκ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ένοπλη επέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και τη διάλυση της νέας τουρκικής βουλής τον Μάρτιο του 1920, γεγονός το οποίο φούντωσε ακόμα περισσότερο το αγωνιστικό πνεύμα του τουρκικού λαού. Έτσι, στις 23 Απριλίου του 1920 η μεγάλη εθνοσυνέλευση με έδρα την Άγκυρα δίνει εντολή στον Κεμάλ Ατατούρκ να σχηματίσει κυβέρνηση κάνοντας λόγο πλέον για δύο κυβερνήσεις· αυτήν του σουλτάνου και αυτή της τουρκικής εθνικής αστικής τάξης με εκπρόσωπο την παράταξη του Κεμάλ Ατατούρκ33.

Πλέον η πάλη του τουρκικού αντιαποικιακού αστικού κινήματος αλλάζει τα δεδομένα και τους συσχετισμούς δύναμης στην περιοχή καθιστώντας δυσχερή τη θέση των συμμαχικών δυνάμεων, γεγονός το οποίο αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι οι σύμμαχοι. Ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Τζώρτζ Κάρζον δηλώνει πως θα ήταν καταστροφικό να επιβληθεί μία ειρήνη την οποία οι συμμαχικές δυνάμεις δεν θα είχαν τη στρατιωτική ισχύ να υποστηρίξουν, ενώ ο ίδιος δεν πιστεύει πως μπορεί να κατακτηθεί η Μικρά Ασία, γιατί δεν υπήρχε κάποια δύναμη που θα μπορούσε να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα34. Καμία χώρα δεν ήταν διατεθειμένη να διαθέσει στρατεύματα σε ένα χτύπημα κατά των τουρκικών δυνάμεων πλην της Ελλάδος (οι Γάλλοι και οι Ιταλοί ξεκαθάριζαν πως δεν θα συμμετάσχουν σε καμία στρατιωτική επέμβαση). Ο Ε. Βενιζέλος δήλωνε έτοιμος να διπλασιάσει τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Σμύρνη και όταν η Βρετανική κυβέρνηση του πρότεινε να αναλάβει το εγχείρημα, εκείνος δέχθηκε γεμάτος ενθουσιασμό, υποτιμώντας φυσικά την πάλη του τουρκικού λαού και τις εισηγήσεις των ανώτατων στρατιωτικών συμβούλων όπως αυτή του στρατάρχη H. Wilson ο οποίος «ήταν βέβαιος πως η εκστρατεία θα αποτύχει»35. Η θέση του Henry Cumming πως «η ελληνική επιθετικότητα στη Σμύρνη συνέβαλε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο παράγοντα στη γοργή ανάπτυξη του εθνικιστικού κινήματος στην Τουρκία36», σε συνδυασμό με την απόφαση του Βενιζέλου να μετατρέψει την αναταραχή στην περιοχή σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο (λαμβάνοντας υπόψιν και τις αποφάσεις των υπολοίπων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων) οδηγεί τους ελληνόφωνους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και του Πόντου στα νύχια της επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης.

Η κατάσταση στην περιοχή της Μικράς Ασίας ήταν πολύ δύσκολη για την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία και από την άλλη οι σύμμαχοι πίεζαν συνεχώς, με αποτέλεσμα να καταφέρουν να υπογράψουν τη συνθήκη των Σεβρών στις 10 Αυγούστου 1918. Η συνθήκη υπογράφηκε από τις: Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελλάδα, Αρμενία, Γιουγκοσλαβία, Πολωνία, Ρουμανία, Πορτογαλία, Τσεχοσλοβακία, Χετζάζ37 από την μία, και την αντιπροσωπεία του σουλτάνου από την άλλη, ο οποίος στα μάτια του τουρκικού λαού είχε απολέσει τη νομιμότητά του και οι μόνοι οι οποίοι τον υποστήριζαν ήταν οι συμμαχικές δυνάμεις, γιατί τον είχαν του χεριού τους. Με βάση τη συγκεκριμένη συνθήκη, η Τουρκία έχανε το 80% των εδαφών της και οι περιοχές αυτές μοιράζονταν ανάμεσα στους συμμάχους. Έτσι καταργούταν ολοκληρωτικά η ανεξαρτησία του τουρκικού κράτους· η Ελλάδα πήρε τη Θράκη μέχρι τα όρια της Κωνσταντινούπολης, την Ίμβρο και την Τένεδο, ενώ το βιλαέτι του Αϊδινίου - στο οποίο ανήκε η Σμύρνη - παρέμενε στη κυριαρχία του σουλτάνου και εντολοδόχος της εξουσίας του σουλτάνου στην περιοχή γινόταν η Ελλάδα. Η Σμύρνη θα μπορούσε να αποκτήσει δική της βουλή και με το πέρασμα πέντε ετών θα δινόταν το δικαίωμα στους κατοίκους της περιοχής του Αϊδινίου - μέσω δημοψηφίσματος - να αποφασίσουν αν θα παραμείνουν στην κυριαρχία του σουλτάνου ή θα ενωθούν με την Ελλάδα38. Παρόλο που η Γαλλία και η Ιταλία δεν βγήκαν χαμένες, θεώρησαν όμως τους όρους της συνθήκης νίκη των βρετανικών συμφερόντων και έτσι το επόμενο διάστημα η στάση τους στην εφαρμογή των όρων της συνθήκης θα ήταν από παθητική έως εχθρική. Η τουρκική αστική τάξη από τη μεριά της επεδίωξε την ανατροπή της συνθήκης λόγω του ότι την θεώρησε απειλητική για τα συμφέροντα της, ενώ αντίθετα η ελληνική αστική τάξη θριαμβολογούσε θεωρώντας την ολοκλήρωση των επιδιώξεών της, επιδιώξεις οι οποίες θα οδηγούσαν σε εκατόμβες νεκρών και ξεριζωμένων39.

Κλείνοντας δεν πρέπει να ξεχάσουμε τον πολύ σημαντικό ρόλο που έπαιξε το Σ.Ε.Κ.Ε. στην αντιπολεμική λαϊκή διαμαρτυρία40 με ότι αυτό συνεπαγόταν - συλλήψεις και φυλακίσεις μελών του, καταστροφή των εγκαταστάσεών του από το αστικό κράτος κτλ. Επίσης, εκείνην την περίοδο έχουμε και την προσπάθεια διαμόρφωσης και ωρίμανσης του κομμουνιστικού εργατικού επαναστατικού κινήματος στην Ελλάδα, διαδικασία στην οποία ο ρόλος του Σ.Ε.Κ.Ε. ήταν καταλυτικός. Κομβικές, επίσης, είναι και οι εκλογές του 1920, λόγω κυρίως των έντονων κοινωνικών αγώνων που γίνονται εκείνη την περίοδο και λόγω των πολιτικών επιλογών της νέας κυβέρνησης, επιλογές οι οποίες ήταν συνέχεια των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου και οι οποίες οδήγησαν τελικά στην μικρασιατική καταστροφή και στον θάνατο χιλιάδων αθώων ανθρώπων. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχάσουμε το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο προέκυψε από την ανταλλαγή των πληθυσμών, και τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης που συνάντησαν οι άνθρωποι αυτοί στον καινούργιο τόπο κατοικίας τους41, γεγονότα όμως τα οποία είναι προϊόν μίας ξεχωριστής εργασίας.















Λιθογραφία του 1920, με τον χάρτη της Μεγάλης Ελλάδας, την οποία ο καλλιτέχνης φαντάζεται ως γυναίκα ντυμένη με αρχαιοελληνικό χιτώνα, περιβαλλομένη από δάφνες - Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα (https://www.kathimerini.gr/society/1013563/100-chronia-i-kathimerini-enas-aionas-me-ena-klik-1920-i-synthiki-ton-sevron/).



1Οι τυχοδιωκτικές επιδιώξεις της ελλαδικής αστικής τάξης χρονολογούνται ήδη από τον πόλεμο του 1897.

2Μέρος της ελληνικής αστικής τάξης της Μικράς Ασίας τάχθηκε με το αντιαποικιακό απελευθερωτικό κίνημα του τουρκικού λαού λόγω του ότι τα συμφέροντα τους ήταν αντίθετα με αυτά της ελλαδικής αστικής τάξης.

3Οι υλικοί όροι διαβίωσης και οι σχέσεις που αναπτύσσονται εντός της παραγωγικής διαδικασίας – σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες και ανεξάρτητες από την θέληση των ανθρώπων - καθορίζουν την ανθρώπινη συνείδηση και ως εκ τούτου καθορίζουν την κίνηση της κοινωνικής ύλης και την ιστορική εξέλιξη. Επομένως ο οικονομικός παράγοντας είναι καθοριστικός στην μελέτη των ιστορικών φαινομένων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την περίοδο της κατάρρευσης της υπήρξε η πιο πλούσια μεταπολεμική λεία λόγω των παρθένων πηγών πετρελαίου, χαλκού, αργύρου, μεταλλικών αλάτων και των τεράστιων εκτάσεων γης ενώ ταυτόχρονα υπήρχε άφθονος και αποδοτικός πληθυσμός. Αξίζει εδώ να σταθούμε τόσο στην δουλειά του Αναστάση Γκίκα ο οποίος εξετάζει το πλέγμα των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και ανταγωνισμών στην περιοχή εκείνη όσο και σε αυτήν του Νίκου Ψυρούκη ο οποίος εξετάζει τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις των χωρών που ενεπλάκησαν στην συγκεκριμένη σύρραξη και αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο του αντιαποικιακού απελευθερωτικού κινήματος του τουρκικού λαού στην ήττα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και στην διαμόρφωση του τουρκικού κράτους έθνους (Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., 1922 Ιμπεριαλιστική εκστρατεία και μικρασιατική καταστροφή, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή εκδοτική ΑΕΒΕ, Αθήνα, 2022, σελ. 21 - 91 / Νίκος Ψυρούκης, Η μικρασιατική καταστροφή 1918 – 1923, Αθήνα, 1982).

4Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 86.

5Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 132 - 138.

6Οι ανταγωνισμοί των μεγάλων δυνάμεων στην εποχή της κεφαλαιοκρατίας χρονολογούνται από τη γέννηση του εκάστοτε καπιταλισμού. Ο ανταγωνισμός είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού (νόμος της αξίας) και παρόλο που πολύ συχνά βλέπουμε συμμαχίες μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλισμών στην πραγματικότητα ο κάθε ένας ξεχωριστά προσπαθεί να αρπάξει μεγαλύτερο κομμάτι από τα κέρδη της συμμαχίας για λογαριασμό του.

7Χαρακτηριστικές είναι οι συμφωνίες της Κωνσταντινούπολης, του Λονδίνου, των Σάικς – Πικό και του Σεν Ζαν ντε Μοριέν οι οποίες συνάφθηκαν σε λιγότερο από δύο χρόνια και στις οποίες αναδεικνύονται οι συνεχείς κατοχυρώσεις διεκδικήσεων του κάθε ιμπεριαλισμού ξεχωριστά.

8Γιάνης Κορδάτος, Μεγάλη ιστορία της Ελλάδος, εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα, 1956, τ. 13, σελ. 525 – 527.

9Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π., σελ. 39.

10Στα τέλη του 1912 ο Ε. Βενιζέλος σε απάντηση του σε τηλεγράφημα του Ιωνέσκου δηλώνει πως δεν είναι διατεθειμένος να παραχωρήσει την Καβάλα στη Βουλγαρία γιατί αυτό θα σήμαινε «την παραχώρηση ελληνικότατων πληθυσμών» και «την έκθεση της ασφάλειας της [χώρας] προς την Θεσσαλονίκην.» (Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π., σελ. 39).

11Ο Γ. Στρίγκος (έμπορος, τραπεζίτης, ναυλομεσίτης, πολιτικός) σε ειδική έκθεση του προς το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας το 1919 «ευλογούσε» τον παγκόσμιο πόλεμο γιατί βοήθησε τους Έλληνες επιχειρηματίες να αναπτυχθούν. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως κατά τα έτη 1901 – 1919 δημιουργήθηκαν στη χώρα 46 βιομηχανικές και 18 μεταλλευτικές επιχειρήσεις συνολικού κεφαλαίου 163.000.000 δραχμών και 15 τραπεζικές και 17 ναυτιλιακές επιχειρήσεις συνολικού κεφαλαίου 243.000.000 δραχμών. Χαρακτηριστική επίσης είναι η οικονομική μεγέθυνση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος η οποία την περίοδο μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο φαίνεται να δανείζει στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας 150 και 250 εκατομμύρια δραχμές αντίστοιχα με τόκο 5%, ενώ στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας δάνεισε 15 εκατομμύρια δραχμές με τόκο 6%. Εδώ φαίνεται και ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της ελληνικής αστικής τάξης. (Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 78 / Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις Πυρσός, Αθήνα, 1934, τ. 10, σελ. 606).

12Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π., σελ. 48.

13Χρ. Χρηστίδης (επιμέλεια), Ι. Μεταξάς Το προσωπικό του ημερολόγιο, εκδόσεις Εστία, τόμος 2ος, σελ. 386 και 391.

14Σχετικά με τις συνθήκες που υπεγράφησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου όσο και με το πέρας αυτού και αφορούν την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία θα γίνει μόνο μία απλή αναφορά γιατί θεωρούμε πως τόσο οι αιτίες που οδήγησαν στην σύναψη τους όσο και οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την υπογραφή τους είναι αντικείμενο μίας ξεχωριστής εργασίας.

15Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., 1922 Ιμπεριαλιστική εκστρατεία και μικρασιατική καταστροφή, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή εκδοτική ΑΕΒΕ, Αθήνα, 2022, σελ. 46.

16Βλέπε: Θεσσαλία στους κοινωνικούς αγώνες, Λάρισα, Άνοιξη 2022, σελ. 108 – 119.

17Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π,, σελ. 49.

18Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα η σύμπλευση της αγγλικής σοσιαλδημοκρατίας με τα συμφέροντα του αγγλικού ιμπεριαλισμού υπενθυμίζοντας μας την πρόσφατη αποτυχία της δευτέρας διεθνούς στην οποία κυριάρχησε ο σοσιαλσοβινισμός.

19Paul C. Helmreich, From Paris to Sevres, Ohio state university press, Columbus, 1974, σελ. 46 / Γιάνης Κορδάτος, ό. π., σελ. 526 – 527.

20Ο συντηρητικός ιστορικός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά πως ο Ε. Βενιζέλος αποφάσισε δίχως «να συμβουλευτεί τους άμεσους στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες» ενώ ο διπλωμάτης Κωνσταντίνος Σακελλαρόπουλος καταλήγει στο συμπέρασμα πως «Υπήρξε απόφασις, η οποία ελήφθη προς εξυπηρέτησιν σκοπών ασχέτων προς την Ελλάδα». (Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π., σελ. 49 / Κωνσταντίνος Σακελλαρόπουλος, Η σκιά της δύσεως, εκδόσεις Α. Χ. Κυρίτσης, Αθήνα, 1960, σελ. 66).

21Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 113.

22Η 1η Μεραρχία με αρχηγό τον συνταγματάρχη πυροβολικού Ν. Ζαφειρίου αποτελούταν από το 4ο και 5ο σύνταγμα πεζικού, από το 1/38 σύνταγμα Ευζώνων και δύο μοίρες ορειβατικού πυροβολικού ενώ η πλειοψηφία των μελών της ήταν από την Θεσσαλία και είχαν την φήμη των πιο πειθαρχημένων και εμφανίσιμων στρατιωτών (Γιάνης Κορδάτος, ό. π., σελ. 528).

23ο. π. σελ. 529 / Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 113 – 114).

24Μουσείο Μπενάκη, αρχείο Ε. Βενιζέλου, φάκελος 19 – 147.

25Ό. π., φάκελος 19 – 80 και 19 – 43.

26Ό. π., φάκελος 18 – 153.

27Paul C. Helmreich, ό. π., σελ. 161, 167 – 169.

28Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 115.

29Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π., σελ. 52.

30Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 110.

31Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το φιλοσοβιετικό προοδευτικό ρεύμα το οποίο πέραν του αντιαποικιακού ζητήματος έθετε και αντιμπεριαλιστικά αιτήματα.

32Ο σουλτάνος εκείνη την περίοδο προωθούσε τα συμφέροντα της Αντάντ στην περιοχή ενάντια στο συμφέρον του τουρκικού λαού.

33Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 120 – 123.

34Paul C. Helmreich, ό. π., σελ. 237, 180.

35Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π., σελ. 55.

36Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π., σελ. 51.

37Περιοχή της νυν Σαουδικής Αραβίας ή οποία ήταν ανεξάρτητο κράτος την περίοδο 1916 – 1932.

38Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 128.

39Την περίοδο 1917 – 1920 είχαν σκοτωθεί 29.253 στρατιώτες και αξιωματικοί, 14.756 τραυματίσθηκαν και 3.408 εξαφανίστηκαν. Σε οικονομικό επίπεδο οι φόροι από 207 εκατομμύρια δραχμές το 1914 αυξήθηκαν στο ποσό των 480 εκατομμυρίων το 1920 ενώ ταυτόχρονα έχουμε και αύξηση του τιμάριθμου. Το 1920 η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου αυξάνει τα ενοίκια των σπιτιών από 20% έως 60% ενώ αυτά των καταστημάτων έως 80%. Σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης έχουμε αύξηση της θνησιμότητας, της εγκληματικότητας και της διάδοσης ασθενειών ενώ λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών πολύ κόσμος αναγκάζεται να μεταναστεύσει. Συνταρακτικό είναι επίσης το γεγονός πως το 1921 η παιδική θνησιμότητα έφτασε το ποσοστό του 24,47%! (Νίκος Ψυρούκης, ό. π., σελ. 131).

40Την 01 Ιουνίου 1921 οι ανυπότακτοι σε όλη την Ελλάδα έφθαναν τους 143.418 σε σύνολο 343.491 ενώ αν συμπεριλάβουμε και την περιοχή της Μικράς Ασίας οι ανυπόταχτοι έφθαναν τους 300.000!. Στην περιοχή μας και συγκεκριμένα στην περιφέρεια της Λάρισας δεν πήγαν να πολεμήσουν 15.337 άτομα σε σύνολο 52.706 κληθέντων. Έντονα είναι επίσης και τα φαινόμενα απειθαρχίας και ανυπακοής στο μέτωπο κατά την περίοδο 1921 - 1922 (Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π., σελ. 153 – 156).

41Βλέπε: Αναστάσης Γκίκας - Στρατής Δουνιάς, Οι συνθήκες ζωής και εργασίας των προσφύγων κατά τη λεγόμενη «αποκατάσταση». Τα πρώτα τους βήματα στους ταξικούς αγώνες (Τμήμα ιστορίας της Κ.Ε. Του Κ.Κ.Ε., ό. π., σελ. 241 – 287).