Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Ο θεσμός των κοινοτήτων την οθωμανική περίοδο και κάποιες εφαρμογές στην περιοχή της Αν. Θεσσαλίας


Η κατάκτηση του σημερινού ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς ξεκίνησε από τον 15ο αιώνα και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 18ου. Το σύστημα διακυβέρνησης που καθιερώθηκε βασίστηκε στην αρχή του Ισλαμικού νόμου1 σύμφωνα με τον οποίο αναγνωριζόταν κάποια προνόμια στους πληθυσμούς οι οποίοι υποτάχθηκαν χωρίς αντίσταση και είχαν μία ευνοϊκότερη μεταχείριση, σε αντίθεση με τις περιοχές οι οποίες αντιστάθηκαν και κατακτήθηκαν έπειτα από πόλεμο (δορυάλωτες). Τα προνόμια αυτά διατηρήθηκαν στις περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και μετά την επανάσταση του 1821 και αφορούσαν το δικαίωμα του καθενός στη ζωή και την περιουσία, ενώ επιτρεπόταν και η ελεύθερη λατρεία της θρησκείας2. Οι παραχωρήσεις αυτές του οθωμανικού κράτους στους συγκεκριμένους πληθυσμούς οδήγησαν στην ανάδυση του θεσμού των κοινοτήτων και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αφού εξασφάλιζαν κάποιο ποσοστό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Ο συγκεκριμένος θεσμός είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από περιοχή σε περιοχή και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε ένα ενιαίο και ομοιόμορφο κανονιστικό σύστημα αυτοδιοίκησης, αλλά σε διαφορετικά μεταξύ τους συστήματα τα οποία διέφεραν από τόπο σε τόπο. Η μορφή εφαρμογής της αυτοδιοίκησης σε κάθε κοινοτική ενότητα επηρεαζόταν από πολλούς παράγοντες οι οποίοι είχαν να κάνουν με την αλλαγή νομικών μεταβολών του κράτους και τον τρόπο κατάκτησης (αντίσταση-χωρίς αντίσταση), τη γεωγραφική θέση της κάθε κοινότητας (πεδινη-ορεινή), το μέγεθος του πληθυσμού, την ιδιαίτερη οικονομική παραγωγή ενός τόπου και του επικρατούντος καθεστώτος της έγγειας κτήσης3.

Κοινό γνώρισμα των περισσοτέρων κοινοτήτων ήταν πως την ημέρα του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου)4, οι κάτοικοι της κοινότητας συγκεντρώνονταν στην κεντρική εκκλησία ή στην πλατεία του χωριού και εξέλεγαν τους προεστούς «διά επιφωνήσεως» μεταξύ των φορολογούμενων μελών της κοινότητας και όχι διαμέσου ψηφοφορίας. Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων κοινοτήτων είχαν το δικαίωμα να ανακαλέσουν την ψήφο τους και να απαλλάξουν τον εκλεγμένο, έπειτα από μία διαδικασία εξονυχιστικού ελέγχου5. Συνήθως, εκλέγονταν τα μέλη των πιο παλιών και ευκατάστατων οικογενειών και σε αρκετές περιπτώσεις - λόγω της επιρροής τους - έμεναν στην συγκεκριμένη θέση ισοβίως καταφέρνοντας να αναβάλλουν τις επόμενες εκλογές είτε καταχρηστικά, είτε ύστερα από συναίνεση των κατοίκων6. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως η εκλογή δεν γινόταν με ελεύθερες και δημοκρατικές διαδικασίες και «[…] οι προεστώτες εξελέγοντο μεν παρά του λαού, αλλ’ ήρχον οι διά ξυλοκοπημάτων νικηταί […]7». Σε κάποια μέρη εμφανίστηκαν και «κόμματα», δηλαδή, αντίπαλες συσπειρωμένες ομάδες με διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, όπως στο Πήλιο

Σχετικά με την θέση των προεστών υπάρχουν αναφορές πως ήταν έμμισθη, ενώ οι αρμοδιότητες αυτών ήταν: η διακυβέρνηση του χωριού, η είσπραξη των φόρων και η διαχείριση των οικονομικών της κοινότητας, η αστυνόμευση και ο διορισμός αγροφυλάκων, η εκτέλεση των εντολών του οθωμανικού κράτους, η ανάληψη δικαστικών αρμοδιοτήτων, η επίβλεψη των εκκλησιαστικών επιτρόπων και τέλος η εκπροσώπηση της κοινότητας στο οθωμανικό κράτος. Η θέση των προεστών σε αρκετές περιπτώσεις εγκυμονούσε κινδύνους λόγω του ότι ήταν εκτεθειμένοι στην τυραννική βαρβαρότητα και στην απληστία των οθωμανικών αρχών, ενώ υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου προεστοί πλήρωσαν το αξίωμά τους με την ζωή τους ή με δήμευση της περιουσίας τους8. Στην διοίκηση της κοινότητας συμμετείχε και ένα συμβούλιο προκρίτων πολιτών, οι οποίοι περιστοίχιζαν τους προεστούς και είχαν το δικαίωμα να συγκαλέσουν γενική συνέλευση των κατοίκων για ζητήματα τα οποία θεωρούταν σημαντικά. Οι προεστοί στα καθήκοντά τους είχαν και τη βοήθεια των γραμματικών οι οποίοι ήταν έμμισθοι κοινοτικοί υπάλληλοι και κάποιες φορές αναλάμβαναν και την είσπραξη των φόρων9.

Σχετικά με την επιβολή και είσπραξη των φόρων οι περιοχές οι οποίες εξετάζουμε εντάσσονται στην κατηγορία των κατανεμημένων φόρων (Χαράτσι Μουκασέμ), σύμφωνα με την οποία οριζόταν εκ των προτέρων από το οθωμανικό κράτος το συνολικό ποσό της φορολογίας που θα πλήρωνε η κάθε επαρχία. Η διοίκηση της κάθε επαρχίας διένεμε αναλογικώς τη φορολογία στην κάθε κοινότητα και στον εκπρόσωπο αυτής (προεστοί), οι οποίοι με την σειρά τους ήταν υπεύθυνοι για την συγκομιδή της φορολογίας. Η διανομή των φόρων στα μέλη της κοινότητας γινόταν ανάλογα με την έκταση των κτημάτων, που ήταν στην εκμετάλλευση του κάθε κάτοικου και ανάλογα με την γενικότερη φορολογική δυνατότητα αυτού, με αποτέλεσμα στους πιο ευκατάστατους κατοίκους να αναλογεί μεγαλύτερο μερίδιο10. Όπως θα δούμε όμως παρακάτω, η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική. Όπως επισημαίνει και ο συντηρητικός ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, οι άρχοντες ή οι κοτζαμπάσηδες κάθε τόπου εκμεταλλεύονταν τη θέση τους και επιβάρυναν με μεγαλύτερο ποσό φόρου τους φτωχότερους και κοινωνικά αδύναμους πληθυσμούς από αυτό που τους αναλογούσε, με αποτέλεσμα η λέξη κοτζάμπασης να γίνεται συνώνυμη με τον θρασύ, τον βάναυσο και αυτόν που προσπαθεί να επιβληθεί διά της βίας. Επίσης, πολλοί απ’ αυτούς ήταν τοκογλύφοι και χρησιμοποιούσαν την θέση τους για να απομυζήσουν τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού και να πλουτίζουν εις βάρος τους. Πολλές είναι, εξάλλου, οι περιπτώσεις όπου φτωχοί χωρικοί με αναφορές τους στην Πύλη ζητούσαν προστασία από τους τοπικούς άρχοντες11.


ΠΗΛΙΟ - Ο θεσμός των κοινοτήτων στην περιοχή του Πηλίου


Στην περιοχή του Πηλίου ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα από το 161512, φαίνεται να έχουμε περιπτώσεις γαιών των οποίων η πρόσοδος παραχωρείται προς εκμετάλλευση σε Οθωμανούς μεγιστάνες (Χάσια) ή σε ευαγή ιδρύματα (Βακούφια).

Τα Χάσια ήταν περιοχές ή χωριά των οποίων οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να φορολογούνται και πέραν της φορολογίας να δίνουν δοσίματα στον τοπικό τιμαριούχο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε οθωμανικού κώδικα (κανουνναμέ). Οι τιμαριούχοι – οι οποίοι συνήθως ήταν σπαχήδες (οθωμανικό ιππικό) – καρπώνονταν την φορολογία του τιμαρίου που τους αναλογούσε σε αναγνώριση των στρατιωτικών υπηρεσιών τους και τους χορηγούταν αστυνομική εξουσία και επικυριαρχικά δικαιώματα επί των χωρικών. Οι τιμαριούχοι, επειδή ήταν στρατιωτικοί και όχι γεωργοί, παραχωρούσαν με τη μορφή παρακαταθήκης την καλλιέργεια της γης στους ραγιάδες, οι οποίοι είχαν σαν υποχρέωση να καταβάλουν την ανάλογη φορολογία (δεκάτη13), ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση του στρατιωτικού μηχανισμού αυτών14. Η διοίκηση των συγκεκριμένων περιοχών γινόταν από τους τιμαριούχους σε συνεργασία με τους κοτζαμπάσηδες.

Τα Βακούφια ήταν γαίες των οποίων η υψηλή κυριότητα της ιδιοκτησίας παραχωρούταν σε ευαγή ιδρύματα (πτωχοκομεία, ιεροδιδασκαλεία κτλ.) έναντι ενός εικονικού τιμήματος (ιτζαρέ), το οποίο συνήθως κυμαινόταν από 10% μέχρι 15% της πραγματικής τους αξίας ή έναντι της καταβολής ισόβιας σύνταξης στον ιδιοκτήτη και στους απευθείας απογόνους του15. Οι κάτοικοι των βακουφιών ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν ετησίως έναν φόρο, ο οποίος ονομαζόταν «γαλατερό» και αποσκοπούσε στην εξασφάλιση των δαπανών του θηλασμού και της διατροφής της βασιλομήτορος, ενώ υπήρχαν και άλλοι φόροι οι οποίοι προορίζονταν για τις δύο ιερές πόλεις, τη Μέκκα και τη Μεδίνα16. Στα Βακούφια διοριζόταν από το οθωμανικό κράτος ένας έπαρχος ο οποίος ονομαζόταν μποσταντζής ή βοϊβόντας17, ενώ οι Οθωμανοί δεν είχαν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στις περιοχές αυτές. Έτσι, παρεχόταν μεγαλύτερη αυτονομία στους γηγενείς πληθυσμούς, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μία μορφή αυτοδιοίκησης εντός των συγκεκριμένων κοινοτήτων.

Σημαντικό κομμάτι για τη ζωή των κατοίκων του Πηλίου ήταν η φορολογία. Ο μηχανισμός επιβολής και είσπραξης της φορολογίας με τη μορφή των κατανεμημένων φόρων (Χαράτσι Μουκασέμ) ίσχυε και στην περιοχή των κοινοτήτων του Πηλίου. Το ύψος της κτηματικής εκμετάλλευσης του κάθε κάτοικου ήταν καταγεγραμμένο στο γενικό κτηματολόγιο (μάνναν) και βάση του γενικού κτηματολογίου συνέτασσαν κάθε χρόνο οι προεστοί το «ενιαύσιον δεφτέρι». Για τη σύνταξη του γενικού κτηματολογίου υπεύθυνοι ήταν οι «εκτιμηταί», οι οποίοι διορίζονταν κάθε επτά χρόνια με τον τρόπο που διορίζονταν και οι προεστοί και η επιλογή αυτών γινόταν μεταξύ των πιο ευυπόληπτων και ειδημόνων κατοίκων. Ταμίας οριζόταν ένας εκ των προεστών της κοινότητας, τον οποίο συνήθως αποκαλούσαν σακούλα.18.

Μεταξύ των κατοίκων των κοινοτήτων του Πήλιου είχαν αναπτυχθεί μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις19 και υπεύθυνοι γι’ αυτήν την κατάσταση ήταν κυρίως οι προεστοί, οι οποίοι εκμεταλλευόταν τον λαό και τον οδηγούσαν να ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης. Στο κομμάτι της φορολογίας λειτουργούσαν εις βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων βάζοντάς τους περισσότερους φόρους από αυτούς που μπορούσαν να πληρώσουν, ενώ ταυτόχρονα τους χρησιμοποιούσαν για διάφορες αγγαρείες, όπως το να φτιάξουν δρόμους για τη μεταφορά των προϊόντων των προεστών στις αποθήκες ή στο παζάρι, ή το να δημιουργήσουν αυλάκια για την μεταφορά του νερού και το πότισμα των χωραφιών των τελευταίων. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, οι υπόδουλοι πληθυσμοί δηλώνουν την πρόθεση να εγκαταλείψουν τον τόπο διαμονής τους, λόγω της φορολογικής καταπίεσης20.

Οι προεστοί, επίσης, εκτελούσαν και χρέη δικαστή όντας υπεύθυνοι να λύσουν τις διαφορές που δημιουργούνταν μεταξύ των κατοίκων, αλλά συνήθως δικαίωναν τους ισχυρούς ή εκείνους οι οποίοι είχαν κάποιον ισχυρό προστάτη. Οι περιπτώσεις τιμωρίας ήταν πολύ σκληρές και χαρακτηριστικό είναι πως τιμωρούσαν τις μικροκλοπές χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της φάλαγγας, ενώ τα ζητήματα ηθικής των γυναικών τιμωρούνταν με την μέθοδο της διαπόμπευσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι οι φτωχότεροι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών δεν είχαν το δικαίωμα να καθίσουν στα καφενεία στα οποία κάθονταν οι προεστοί, ενώ αν κάποιος φτωχός τη στιγμή που καβαλίκευε το μουλάρι του συναντούσε κάποιον προεστό θα έπρεπε να κατεβεί και να παραμερίσει για να περάσει ο προεστός. Επίσης, οι κάτοικοι των κατώτερων τάξεων δεν επιτρεπόταν να προσεγγίσουν το αρχονταρίκι21, εκτός αν είχαν κάποια δουλειά (όπως το να παραπονεθούν για κάποια υπόθεση κλπ..) και σε αυτήν την περίπτωση έπρεπε να βγάλουν στην είσοδο τα παπούτσια τους και να υποκλιθούν (τεμενά) στους προεστούς κατά το οθωμανικό σύστημα.

Στα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην περιοχή του Πηλίου επέφερε αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις και έτσι άρχισαν σιγά σιγά οι κοινότητες να χωρίζονται σε τάξεις. Οι τάξεις αυτές ήταν τρεις: οι μεγάλοι νοικοκυραίοι (μεγαλοκτηματίες, πραγματευτάδες, βιοτέχνες), οι μεσαίοι (μεσαίοι αγρότες, μαστόροι) και η τρίτη τάξη (κερατζήδες – αγωγιάτες, εργάτες – σκαφτιάδες, μικροϊδιοκτήτες)22. Όπως σε κάθε ταξική κοινωνία, έτσι και στην περίπτωση των πηλιορείτικων κοινοτήτων αναπτύχθηκαν κοινωνικές αντιθέσεις, οι οποίες οδήγησαν στην ταξική πάλη, με αποτέλεσμα η εξουσία των προεστών να κλονίζεται. Οι τελευταίοι για να κρατήσουν την κοινωνική τους θέση ανέπτυξαν ιδιαίτερες σχέσεις με τον οθωμανό βοϊβόντα και ξεκίνησαν τις ραδιουργίες για να καταστρέψουν τους αντιπάλους τους. Επίσης, ξεκίνησαν να προσεγγίζουν και να εξαγοράζουν χωρικούς23, με σκοπό να δημιουργήσουν την δική τους αστυνομία (μπράβοι, κούτσαβοι, κουτσαβάκια) και να τρομοκρατούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Επειδή η κατάσταση όμως ξέφυγε, και πέρα από τις φασαρίες έχουμε και περιπτώσεις δολοφονιών, από το 1815 και έπειτα σε αρκετές κοινότητες αποφασίστηκε μαζί με τους προεστούς να εκλέγεται και ένας αστυνόμος, ο λεγόμενος ζαμπίτης24.



ΡΑΨΑΝΗ – Από το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου Ραψάνης25


Στην πάνω συνοικία του χωριού Ραψάνη βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Στον συγκεκριμένο ναό έχει ανακαλυφθεί ένας χειρόγραφος κώδικας ο οποίος περιέχει οικονομικές καταγραφές από το 1778 μέχρι το 1889. Το περιεχόμενο των καταγραφών αφορά την κοινωνικό-οικονομική ζωή της συγκεκριμένης συνοικίας ενώ βρίσκουμε και πληροφορίες για την φορολογία της κοινότητας, ενθυμίσεις και καταγραφές για τα εκκλησιαστικά σκεύη και πληροφορίες για τους λογαριασμούς των επιτρόπων του ναού.

Οι φόροι του δημοσίου, σύμφωνα με το τότε διανεμητικό σύστημα καθορίζονταν για κάθε κοινότητα (φορολογική μονάδα) από τους οθωμανούς, με βάση ένα ειδικό κατάστιχο που ρύθμιζε το οφειλόμενο ποσό της κοινότητας συνολικά. Δηλαδή, τα μέλη της κοινότητας ευθύνονταν για την καταβολή του φόρου αλληλεγγύως. Αυτό το ποσό καταμερίζονταν για το κάθε μέλος της κοινότητας ξεχωριστά απ’ τους ετήσια εκλεγμένους που στη Θεσσαλία ονομάζονταν γέροι ή επίτροποι ή προεστοί ή βεκίληδες ή ταυλαμάνοι, (τουρκιστί κοτζαμπάσηδες) και καταβάλλονταν με βάση το κτηματολόγιο (το λεγόμενο μάνα)της κοινότητας, που ανανεώνονταν κάθε επταετία, στο οποίο καταγράφονταν η φορολογική ικανότητα του καθένα.26

Από το 1750 και έπειτα η οικονομική και πνευματική ζωή της Ραψάνης βρισκόταν σε άνθιση. Το εμπόριό της, το οποίο βασιζόταν στις εξαγωγές βαμμένων νημάτων στην Ευρώπη ήταν αρκετά ανεπτυγμένο, ενώ υπήρχε πλήθος υφαντουργείων, όπου κατασκευάζονταν «αλατζιάδες» και διάφορα άλλα υφάσματα.

Σχετικά με την διοίκηση της κοινότητας, αυτή γινόταν από τους κοινοτικούς άρχοντες, οι οποίοι αποκαλούνταν γέροι ή επίτροποι. Οι εκπρόσωποι στη βαθμίδα του καζά (νομός) των Αμπελακίων στον οποίο υπάγονταν διοικητικά η Ραψάνη, γίνονταν η συνέλευση όλης της Περιφέρειας που την συγκροτούσαν έξι αντιπρόσωποι της πρωτεύουσας, και ένας γέροντας από κάθε χωριό.27 Όσον αφορά την ημερομηνία των εκλογών, γίνονταν κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή του Μάρτη που ήταν η αρχή του οικονομικού έτους για τους οθωμανούς, και έπαιρναν μέρος οι ενήλικοι άντρες, με καθολική φανερή ψηφοφορία. Οι αρμοδιότητες των κοινοτικών αρχόντων ήταν η κατανομή των φόρων και ο διορισμός των αγροφυλάκων, των υδρονόμων, των εκκλησιαστικών επιτρόπων, των νεωκόρων και των δασκάλων.

Η Ραψάνη υπάγονταν στο αρματολίκι του Κάτω Ολύμπου που το κατείχαν οι Τζαχειλαίοι. Οι σχέσεις των προεστών με τους αρματωλούς δεν ήταν και οι καλύτερες. Υπάρχουν μαρτυρίες για έναν εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο ο οποίος ξέσπασε γύρω στο 1833 «φιλονεικούντων διά την φιλοπρωτείαν της πόλεως». Αφορούσε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των κλεφταρματολών και των τοπικών αρχόντων, με αποτέλεσμα την πυρπόληση κάποιων «εύκτιστων» σπιτιών.28 Αυτές οι αντιδικίες ήταν συνηθισμένες, όπως μας λέει ο Κασομούλης: «Προεστός και Καπιτάνος (της) <μιάς> επαρχίας, λέγει ανέκαθεν είναι δύο άκρα αντικείμενα. Οι Καπεταναίοι, οίτινες κυριαρχούς εις τας επαρχίας, εφαντάζοντο<πάντοτε> ότιμε το σπαθί των εκέρδισαν το «ψωμί» των. Οι Προεστοί, το ανάπαλιν ότι αυτοί συνεργούσαν και τους βαστούσαν<ως Αρματωλούς>.29


ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ - Η συντροφία30 των Αμπελακίων


Στο τέλος του 18ου αιώνα, στα Αμπελάκια αναπτύχθηκε έντονη εμποροβιοτεχνική δραστηριότητα, η οποία βασίστηκε στην παραγωγή του κόκκινου νήματος. Σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών31, στην περιοχή λειτουργούσαν 24 νηματοβαφεία, αριθμός ο οποίος επέτρεψε στα νήματα των Αμπελακίων να κατέχουν τα πρωτεία σε όλη την “ελλαδική” επικράτεια. Επίσης, τα κόκκινα νήματα των Αμπελακίων ήταν ξακουστά σε όλη την Ευρώπη, στη Μικρά Ασία και στην Κωνσταντινούπολη. Η ακμή της συγκεκριμένης κοινότητας φαίνεται και από το γεγονός ότι στην περιοχή λειτούργησε ανώτερο σχολείο (Ελληνομουσείον) στο οποίο διδάσκονταν ανώτερα μαθηματικά και φυσικές επιστήμες, ενώ φοιτούσαν σε αυτό και παιδιά από άλλες θεσσαλικές πόλεις και χωριά. Επίσης, η βιβλιοθήκη του σχολείου περιλάμβανε τόμους των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όπως και πιο σύγχρονα ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, ενώ περιείχε και εγχειρίδια φυσικής και χημείας. Το Ελληνομουσείον των Αμπελακίων (όπως και τα σχολεία του Τυρνάβου και της Ζαγοράς) αποτέλεσε σημαντική πνευματική εστία και σε αυτό δίδαξαν αρκετοί Έλληνες λόγιοι της εποχής, μεταξύ των οποίων οι: Ευγένιος Βούλγαρης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Σπυρίδων Ασάνης, Κωνσταντίνος Κούμας, Γεώργιος Τρικαλινός κ.α32.

Στα Αμπελάκια, η αυτοδιοίκηση διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της εμφάνισης της παραγωγικής της ακμής, με ιδιαίτερα δικά της χαρακτηριστικά, αλλά πάντα στα πλαίσια που επέτρεπε η αυτονομία των δημοτικών εξουσιών μέσα στους κόλπους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι νέες παραγωγικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν καθόρισαν και τις νέες παραγωγικές σχέσεις, που με τη σειρά τους επέβαλαν τις νέες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Αυτή η κοινωνική ανάγκη προσάρμοσε την καλύτερη μορφή οργάνωσης της κοινότητας, όπως μας την δίνουν ο Δρόσος Δροσινός στις αναμνήσεις του και ο Φρ.Μπουλανζέ στο γράμμα που έστειλε στον Ιωάννη Κωλέττη, πρωθυπουργό της Ελλάδας.

Η Διοικητική Συντροφιά, όπως ονομάστηκε, ήταν η ανώτερη βαθμίδα διοίκησης των Αμπελακίων. Αυτή διευθύνονταν από δυο Επιτροπές, την Εκτελεστική και τη Διοικητική.

Η Εκτελεστική (ή Ανώτατη) Επιτροπή, εξ ού και ονομάστηκαν Επίτροποι οι δημογέροντες-προεστοί, είχε την ανώτατη διεύθυνση της αδελφότητας, την εποπτεία της εκτέλεσης των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης. Αυτή έρχονταν σε επικοινωνία με τον Πασά της Λάρισας για την καταβολή των φόρων και με τον επίσκοπο και ποτέ δεν απουσίαζαν από την έδρα τους κατά το διάστημα της τριετούς θητείας τους.

Η Διοικητική Επιτροπή (ή Κοινοτική) ήταν επιφορτισμένη με την διανομή των φόρων μεταξύ των κατοίκων. Η φορολογία γίνονταν στο καθαρό εισόδημα κάθε πολίτη, αφού πρώτου του αφαιρούνταν το αναγκαίο ποσό για την συντήρηση της οικογένειάς του. Ήταν επιφορτισμένη με την συντήρηση των κοινοτικών λιβαδιών και των χωραφιών, των εκκλησιαστικών περιουσιών και τη διάθεση των κονδυλίων που ψηφίστηκαν από τη Γενική Συνέλευση για τη συντήρηση των σχολείων, των δρόμων των αγαθοεργών ιδρυμάτων κ.λπ.33

Η ισχυρή οικονομία των Αμπελακίων, που πλήρωνε πλούσιους φόρους, ανάγκασε την οθωμανική διοίκηση να δώσει άδεια στους προεστούς των Αμπελακίων για συγκρότηση ένοπλης φρουράς από ντόπιους, για την προστασία τους από Αρβανίτες, κυρίως, ληστές. Ο Σουηδός περιηγητής Μπγιέρνστωλ, που επισκέφθηκε τα Αμπελάκια το 1779 γράφει πως δόθηκε άδεια να σχηματισθεί σώμα οπλοφόρων για τη φύλαξη της κωμόπολης. «Είναι η πρώτη φορά στον τόπο αφτό που οι Έλληνες παίρνουν τα όπλα και σκοτώνουν Μουσουλμάνους… Σε όλα τα χωριά συγκροτήθηκαν ομάδες από Έλληνες στρατιώτες και στην περιοχή υπάρχουν ήδη 700 άντρες καλά οπλισμένοι. Το χωριό Αμπελάκια έχει οπλίσει 50 στρατιώτες.»34

Όπως διαπιστώνουμε από τα παραπάνω, μέσα στα καθήκοντα των προεστών, εκτός από την κύρια διαχείριση των οικονομικών «προΐσταντο και της αστυνομίας της πόλεως ή του χωρίου ως και της αγροτικής αυτοί διώριζον τους πολιτοφύλακας και αγροφύλακες αλλά και εθνοφύλακας, όπου υπήρχαν λησταί προς καταδίωξιν.»35

Η ακμή όμως των Αμπελακίων δεν διήρκησε πολύ και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα επήλθε η γενικότερη παρακμή της κοινότητας, η οποία οφειλόταν σε διάφορες αιτίες. Περιληπτικά μόνο να αναφέρουμε πως κατά την περίοδο των ναπολεόντιων πολέμων προκλήθηκε έντονη οικονομική κρίση στην Ευρώπη, η οποία επηρέασε και την παραγωγή των Αμπελακίων. Ταυτόχρονα, έχουμε την αλματώδη ανάπτυξη των εγγλέζικων νημάτων, η οποία οφειλόταν σε τεχνικές τελειοποιήσεις της αγγλικής υφαντουργίας, με αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα νήματα να είναι πιο στέρεα και πιο οικονομικά. Τέλος, έχουμε το φαινόμενο της σπατάλης και των καταχρήσεων από την μεριά των μεγαλεμπόρων και της αμπελακιώτικης πλουτοκρατίας, σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες, όπου συναντάμε ένα καθεστώς εκμετάλλευσης και καταπίεσης, με αποτέλεσμα να έχουμε και την εμφάνιση ενός λαϊκού κινήματος με χαρακτήρα ταξικό36.

Όλοι οι συγγραφείς αναγνωρίζουν πως το καθεστώς της Αυτοδιοίκησης ήταν πολύ ωφέλιμο στους κατεκτημένους λαούς. Δεν ήταν και λίγες περιοχές που έφτασαν σε μεγάλα επίπεδα ακμής χάρη της Αυτοδιοίκηση. Και μάλιστα σύμφωνα με την γνώμη αρκετών αυτός ο θεσμός παράτεινε για τόσα χρόνια την διατήρηση της της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.37


1 Κατά τον Ισλαμικό νόμο η ιδιοκτησία της γης ανήκει «εις τον οίκον της κοινής των Μουσουλμάνων περιουσίας» δηλαδή στο οθωμανικό δημόσιο. Τη διαχείριση των γαιών την αναλαμβάνει ο Σουλτάνος, ο οποίος είναι ο αντιπρόσωπος του Αλλάχ στην γη. (Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, Κοινοτικός βίος εις την Θετταλομαγνησίαν επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 16). Εδώ συναντάμε μία σημαντική διαφορά με την δυτική φεουδαρχία η οποία αναγνωρίζει την ιδιωτική ιδιοκτησία επί των γαιών, γεγονός το οποίο δημιουργεί τις κατεστημένες και νομοκατεστημένες τάξεις.

2 Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, έκδοση ιγ’, 1994, σελ.40 -41 / Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, εκδόσεις Μπουκουμάνη, έκδοση Γ’, 1973, σελ. 23.

3 Ευτυχία Λιάτα, Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770 – 2000, εκδόσεις εφημερίδα Τα Νέα, Αθήνα, 2003, τόμος Β’, σελ. 311.

4 Όταν συνέβαινε να γίνονται εκλογές δύο φορές στο ίδιο έτος η δεύτερη φορά οριζόταν την ημέρα του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου (Νικόλαος Γ. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον επί τουρκοκρατίας, εκδόσεις εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1882, σελ. 83).

5 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, Κοινοτικός βίος εις την Θετταλομαγνησίαν επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 46.

6 Δ. Κ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, εκδόσεις τυπογραφείο της εφημερίδας «Η Θεσσαλία», Βόλος, 1912, σελ. 97.

7 Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενική ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως, εκδόσεις Ευαγγελισμός, Αθήνα, 1864, τόμος Β’, σελ. κβ’.

8 Δ. Κ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, εκδόσεις τυπογραφείο της εφημερίδας «Η Θεσσαλία», Βόλος, 1912, σελ. 216.

9 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 41 / Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα, σελ. 205 – 206 / Νικόλαος Γ. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον επί τουρκοκρατίας, εκδόσεις εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1882, σελ. 85, 92 / Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π., σελ. 216 – 217.

10 Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π. σελ. 99 – 100, 217.

11 Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική ιστορία 1204 – 1985, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2004, έκδοση κβ’, σελ. 79 / Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., 1973, σελ. 25.

12 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 196.

13 Η δεκάτη ήταν μία μορφή φορολογίας κατά την οποία ο καλλιεργητής της γης, συνήθως, ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει το ένα δέκατο της ετήσιας παραγωγής στον τιμαριούχο. Τον συγκεκριμένο φόρο οι Οθωμανοί τον παρέλαβαν από τον Βυζάντιο (Δ. Κ. Τσοποτός,ό.π., σελ. 102-105).

14 Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π., σελ. 97 / Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 16.

15 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 18.

16 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., Αθήνα, σελ. 199.

17 Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π., σελ. 97 / Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 223.

18 Νικόλαος Ι. Μάγνης, Περιήγησις ή τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας και της μεν Θεσσαλίας εν επιτομή της δε Μαγνησίας εν εκτάσει, τυπογραφείο της Λακωνίας, Αθήνα, 1860, σελ. 43 / Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 207.

19 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 205 – 208.

20 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 45.

21 Οίκημα στο οποίο κανόνιζαν οι πλούσιοι τις υποθέσεις της κοινότητας (Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 207).

22 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 226.

23 Πολλές φορές τα άτομα που εξαγόραζαν συγκαταλεγόταν στα κατακάθια της εκάστοτε κοινότητας.

24 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., Αθήνα, σελ. 226 – 229.

25 Κώστας Σπανός, «Το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου της Ραψάνης», Θεσσαλικό ημερολόγιο, Λάρισα, 1982, τόμος 3ος, σελ. 65 – 109.

26 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 41.

27 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ.11, σ.137-138.

28 Ιωάννης Α. Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, Ελληνικό τυπογραφείο Τράττνερ και Καρολίου, Πέστη Ουγγαρίας, 1836, σελ. 98 - 99.

29 Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά, της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, προτάσσεται Ιστορία του Αρματωλισμού, Εισαγωγή και σημειώσεις υπό Γιάννη Βλαχογιάννη, τόμος 1, Αθήναι 1940, σελ. 313.

30 Σχετικά με την περίπτωση των Αμπελακίων υπάρχει μία άποψη η οποία θεωρεί πως στα Αμπελάκια λειτούργησε ο πρώτος συνεταιρισμός παγκοσμίως. Η συγκεκριμένη άποψη είναι λανθασμένη και βασίζεται κυρίως στην ανάγνωση από τον Μπουλανζιέ των αναμνήσεων του Αμπελακιώτη Δρόσου Δροσινού, οι οποίες σύμφωνα με την έρευνα του ιστορικού Γιάνη Κορδάτου (Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, εκδόσεις Μπουκουμάνη, έκδοση Γ’, 1973) είναι ανακριβείς και δεν επιβεβαιώνονται. Ο συγκεκριμένος ιστορικός έχει κάνει μία ενδελεχή έρευνα πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, η οποία βασίζεται σε περιγραφές περιηγητών της εποχής και στη μελέτη 140 επιστολών Αμπελακιωτών (αρχείο Δογάνη) τις οποίες έχει δημοσιεύσει ο Ηλίας Γεωργίου (Ηλίας Γεωργίου, Νεώτερα στοιχεία πει της ιστορίας και της συντροφίας των Αμπελακίων, εξ ανεκδότου αρχείου, Αθήνα, 1950) και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ουδέποτε εφαρμόσθηκαν στα Αμπελάκια οι αρχές του συνεταιρισμού. Αντιθέτως, μιλάμε για συνεργασίες εμπόρων και ιδιοκτητών παραγωγικών μονάδων οι οποίες σαν μορφή είναι πιο κοντά στην ετερόρρυθμη εταιρεία παρά στον συνεταιρισμό.

31 Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., σελ. 48 - 49.

32 Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., σελ. 139 - 142.

33 Ηλίας Παν. Γεωργίου, Ιστορία και συνεταιρισμός των Αμπελακίων, Αθήναι 1951, σ. 37.

34 J.J. Björnståhl, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, εκδ. Τετράδια του Ρήγα, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 125.

35 Μοσχοβάκης Νικόλαος, Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί τουρκοκρατίας, εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Χ.Ν. Φιλαδελφέως, 1882, σ. 92.

36 Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., σελ. 75, 129 - 133.

37 Κων. Κουκκίδης, Το πνεύμα του συνεργατισμού των νεώτερων Ελλήνων και τ’ Αμπελάκια, ο πρώτος συνεταιρισμός του κόσμου, Αθήναι 1948, σ. 43.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου