Το αγροτικό ζήτημα στην περιοχή της Θεσσαλίας υφίσταται ήδη πολύ πριν την προσάρτηση αυτής στο νέο ελληνικό κράτος. Η εκμετάλλευση των φτωχών αγροτών και των λαϊκών μαζών είναι ήδη πολύ έντονη από την περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας· χαρακτηριστικό είναι πως το Βυζάντιο έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πιο σκληρούς εκμεταλλευτικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. Στη συνέχεια με το πέρασμα στην Οθωμανική περίοδο η κατάσταση για τους φτωχούς αγρότες, και όχι μόνο, δεν αλλάζει με αποτέλεσμα οι βυζαντινοί γαιοκτήμονες να διατηρούν την κοινωνική τους θέση εκμεταλλευόμενοι τους φτωχότερους, καθεστώς το οποίο συνεχίζεται και μετά την προσάρτηση.
Στην περιοχή της Θεσσαλίας τα 3/4 του κάμπου ήταν μοιρασμένα σε τσιφλίκια1. Από τα 560 χωριά του Θεσσαλικού κάμπου τα 350 – 360 περίπου αφορούν τσιφλίκια ενώ τα υπόλοιπα 200 αφορούν κεφαλοχώρια (μικροϊδιοκτησίες). Από τους υπολογισμούς της επιτροπής που συστάθηκε το 1896 για να μελετήσει Θεσσαλικά ζητήματα πληροφορούμαστε πως το σύνολο του αγροτικού πληθυσμού ήταν περίπου 300.000 άνθρωποι2· από αυτούς στα τσιφλίκια κατοικούσαν 11.000 οικογένειες κολίγων (εργαζόμενοι στα τσιφλίκια) και 18.000 αγρότες. Υπήρχαν ακόμη και τα λεγόμενα κονιαροχώρια τα οποία ήταν μικρές ιδιοκτησίες (αλιακάδες) καλλιεργούμενες από τους Κονιάρους3. Να σημειώσουμε εδώ πως η έγγειος ιδιοκτησία στη Θεσσαλική γη δεν είναι ομοιόμορφη και πως από περιοχή σε περιοχή είναι πιθανό τα χαρακτηριστικά των παραγωγικών σχέσεων να διαφέρουν.
Στις 02 Ιουλίου 1881 υπογράφεται στην Κωνσταντινούπολη η «Σύμβασις περί διαρρυθμίσεως των Ελληνοτουρκικών συνόρων»4 ενώ ήδη ο τούρκικος στρατός είχε αρχίσει να αποχωρεί από τη Θεσσαλία λίγες μέρες νωρίτερα. Με την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλία οι Οθωμανοί κάτοικοι της Θεσσαλίας αποφασίζουν να αποχωρήσουν από αυτήν πουλώντας τα σπίτια τους, τα καταστήματα τους, τα οικόπεδα τους κτλ. Τις μικρές ιδιοκτησίες κυρίως των Κονιάρων ξεκίνησαν να τις αγοράζουν γεωργοί, κτηνοτρόφοι, κολίγοι και λοιποί βιοτέχνες. Σύμφωνα με τον Β. Πρόντζα: «σχεδόν μισό εκατομμύριο στρέμματα έγιναν αντικείμενον αγοραπωλησίας κυρίως από χωρικούς»5. Για την αγορά των συγκεκριμένων χωραφιών οι καλλιεργητές της Θεσσαλίας δανείζονταν το μισό της αξίας από τη νεοϊδρυθείσα τράπεζα Ηπείρου – Θεσσαλίας με νόμιμο τόκο, ενώ για το άλλο μισό απευθύνονταν σε τοκογλύφους με τόκο 15% έως 25%. Δυστυχώς, οι περισσότεροι αγρότες δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στους δυσβάσταχτους όρους των τοκογλύφων και τότε οι τελευταίοι οργίασαν κατάσχοντας πολλά από τα χωράφια αυτά. Οι φτωχοί αγρότες δεν περίμεναν ποτέ ότι με την απελευθέρωσή τους θα γίνονταν θύματα μεγαλύτερης και πιο άγριας εκμετάλλευσης από τους ομόθρησκους τους.
Με τη φυγή των τούρκικων πληθυσμών πολλοί κεφαλαιούχοι άρπαξαν την ευκαιρία και αγόρασαν γαίες· σαράντα άνθρωποι (Γεώργιος Αβέρωφ, Παύλος Στεφάνοβικ, Κων/νος Ζάππας, Χριστάκης Εφένδης Ζωγράφος, Ανδρέας Συγγρός, Χαροκόπος, Ζαρίφης κ. α.) αγόρασαν μερικά εκατομμύρια στρέμματα εύφορης γης, χωρίς όμως να γνωρίζουν από κοντά τη γη που απέκτησαν, αφού η έδρα των εμπορικών τους επιχειρήσεων ήταν σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού. Βέβαια, μαζί με τα τσιφλίκια αγόρασαν και τους κολίγους με τις οικογένειές τους, καθώς και τους επιστάτες των τσιφλικιών. Πριν όμως περάσουμε στην περιγραφή των συνθηκών διαβίωσης των καλλιεργητών στο νέο τους κράτος, θα πρέπει πρώτα να δούμε τις παραγωγικές σχέσεις μεταξύ των κολίγων και των τσιφλικάδων στο προηγούμενο καθεστώς.
Το 1860 εξεδόθη αυτοκρατορικό Φιρμάνι, το οποίο είχε σαν σκοπό να μεταρρυθμίσει τις προγενέστερες σχέσεις μεταξύ των κολίγων και των τσιφλικάδων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, διότι οι δεύτεροι μέσω του συστήματος γενικής επιστασίας (Σουμπασλήκ) καταπίεζαν τους πρώτους. Έτσι, με το νέο φιρμάνι καταργήθηκε η εξουσία των επιστατών και ιδρύθηκαν γεωργικά συμβούλια, τα οποία ήταν επιφορτισμένα να διευθετήσουν τις όποιες μεταξύ τους διαφορές6. Με το νέο φιρμάνι τα τσιφλίκια χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: τα χάσικα και τα μπαΐρια. Στα χάσικα οι καλλιεργητές παρήγαγαν κυρίως σιτάρι και κριθάρι, ενώ λιγότερο επέλεγαν τις εαρινές καλλιέργειες. Στην συγκεκριμένη κατηγορία, ο σπόρος χορηγείται από τον ιδιοκτήτη, ενώ μετά την πληρωμή των φόρων η διανομή γινόταν κατά το ήμισυ μεταξύ των δύο μερών (μεσαρικά) αφού αφαιρεθεί ο σπόρος. Αντίθετα, στα μπαΐρια η παραγωγή βασιζόταν στα εαρινά προϊόντα και πολύ λιγότερο στο σιτάρι και στο κριθάρι. Εδώ τον σπόρο τον καταβάλει ο καλλιεργητής και μετά την αφαίρεση της φορολογίας (δεκάτη) ο γεωργός λαμβάνει τα 2/3 της παραγωγής και ο ιδιοκτήτης το 1/3 (τριταρικά). Σχετικά τώρα με το ζήτημα των εξώσεων των κολίγων οι νέες διατάξεις απαγορεύουν κατηγορηματικώς την εκδίωξη αυτών από τα τσιφλίκια, όσο και των χήρων και των παρακεντέδων, διάταξη την οποία ήταν υποχρεωμένος ο ιδιοκτήτης να την τηρεί εις το διηνεκές. Όσον αφορά τις χήρες, τους γέροντες και τους παρακεντέδες ακόμα και στην περίπτωση που δεν ασχολούνταν με την γεωργία μπορούσαν να παραμείνουν στο κτήμα, ενώ οι γέροντες δεν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν κάποιο ενοίκιο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως το ελληνικό κράτος με την απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία ικανοποίησε τον νομικό τύπο περί «ισοδύναμων βυζαντινού και οθωμανικού δικαίου»7, παραχώρησε απόλυτη κυριότητα των γαιών στους κεφαλαιούχους και πέταξε στον δρόμο ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της προσφάτως απελευθερωμένης Θεσσαλίας8.
Το αυτοκρατορικό φιρμάνι ασχολήθηκε και με τους ιδιοκτήτες· αν ο γεωργός άνευ αιτίας – σύμφωνα με το φιρμάνι – δεν ήθελε να οργώσει, ή δεν ήθελε να σπείρει σωστά τον σπόρο ή γενικότερα ήθελε να ζημιώσει με κάποιον τρόπο τον ιδιοκτήτη, τότε η υπόθεση πήγαινε στο γεωργικό συμβούλιο και αν κρινόταν ένοχος, τότε του επιβαλλόταν ποινή. Το πρώτο έτος της συγκεκριμένης παράλειψης στο γεωργό επιβαλλόταν να πληρώσει κάποια αποζημίωση σχετικά επιεική, αν είχε ξανά το δεύτερο έτος την ίδια συμπεριφορά, τότε του επιβαλλόταν η συνολική αποκατάσταση της ζημιάς που προκάλεσε στον ιδιοκτήτη και τέλος αν και κατά το τρίτο έτος συνέβαινε το ίδιο, τότε και μόνο τότε ο τσιφλικάς μπορούσε να διώξει τον κολίγο από το κτήμα. Ένα ακόμη ζήτημα το οποίο διευθετήθηκε και το οποίο δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στις σχέσεις των δύο μερών ήταν αυτό της βοσκής· πλέον βάσει του άρθρου 24 ο ιδιοκτήτης ήταν υποχρεωμένος να παραχωρεί στον γεωργό ένα μέρος για να εκτρέφει τα ζώα του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του κ. Γ. Κ. Ραδινού που εξέδωσε τον Ιούλη του 1909 στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» (Βόλος) όπου μελετάει το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο Τούρκος μπέης έβλεπε τον κολλίγα ως «συμμέτοχο» ενώ αναφέρει πως «Οι Τούρκοι ιδιοκτήται παρείχον αληθώς πολλάς ευκολίας εις τους καλλιεργητάς. Εις τας διαφόρους ανάγκας των εδεικνύοντο πάντοτε πρόθυμοι. Εις τον αυθέντην του κατέφευγεν ελευθέρως ο χωρικός, οσάκις αι αποθήκαι του, λόγω σιτοδείας, ήσαν κεναί και παρ’ αυτού εδανείζετο ατόκως, δι’ όσον καιρόν ήθελεν. Έβοσκεν ανενοχλήτως τα πρόβατα του και κατεχράτο των πάντων, κατόρθωνε δε ενίοτε και το ίμορον να μη δίδη ολόκληρον. Ούτω είχον τα πράγματα, ότε κατ’ Αύγουστον 1881 προσαρτήθη η Θεσσαλία εις την ελευθέραν Ελλάδα»9
Η ζωή των αγροτών ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Πέρα από το επισιτιστικό κομμάτι όπου οι αγρότες και οι οικογένειές τους δεν τρέφονταν επαρκώς, υπήρχαν και πολλές ασθένειες, όπως η ελονοσία· αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως πάνω από το 60% των νεογέννητων πέθαιναν «απ’ τη σπλήνα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάνης Κορδάτος10, ενώ περισσότερες από τις μισές εργάσιμες ημέρες του έτους ο αγρότης τις έχανε απ’ τον πυρετό. Οι κολίγοι υποχρεώνονταν να δουλέψουν από νωρίς το πρωί μέχρι τη δύση του ηλίου και τις επτά ημέρες της εβδομάδας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τους απαγορευόταν να κυκλοφορούν στους δρόμους μετά τη δύση του ήλιου, ενώ τους απαγόρευαν ακόμα και να παντρεύονται. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά ο ιδιοκτήτης είχε το θεσμοθετημένο «δικαίωμα της πρώτης νύχτας»11 το οποίο αφορούσε την απώλεια της παρθενίας των ανύπαντρων παρθένων κατά την την πρώτη νύχτα του γάμου του ζευγαριού. Επίσης, επιτρεπόταν οι παντρεμένες γυναίκες του τσιφλικιού να είναι στη διάθεσή του για να εκτελούν οικιακές εργασίες στον χώρο του και να ικανοποιούν και τις «ορέξεις» του. Μεγάλο πρόβλημα επίσης ήταν και οι εξώσεις με τις οποίες απειλούσαν τους καλλιεργητές – κάτι το οποίο όπως είδαμε δεν ίσχυε στην οθωμανική περίοδο – και οι οποίες θεσμοθετήθηκαν το 1899 με το νόμο «εξώσεως δυστροπούντων καλλιεργητών» της κυβέρνησης Θεοτόκη. Γενικότερα η ζωή των κολίγων ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει ο συνήγορος των τσιφλικάδων και διευθυντής της Αϊδινίου σχολής Δ. Γρηγοριάδης μιλώντας για «κατάστασιν εσχάτης αθλιότητος», ενώ παρακάτω δηλώνει πως «είναι ωχροί και κατεσκληκότες από την ένδειαν και την ταλαιπωρίαν, διότι τρέφονται με ξηρόν άρτον και με άγρια χόρτα, και κατοικούσιν εντός τρωγλών (νταμίων) ακάθαρτων, χαμηλών, υγρών και ανήλιων»12.
Πέραν όλων αυτών μεγάλο πρόβλημα δημιουργούσαν και οι πλημμύρες, λόγω της έλλειψης τεχνικών μέσων (αποξηραντικά, ποτιστικά, αντιπλημμυρικά κτλ.). Έτσι, όταν ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό, ο Θεσσαλός αγρότης και κολίγος πίστεψε πως ήρθε η ώρα που θα ελευθερωθεί και θα γίνει κυρίαρχος της ζωής του χωρίς πια να τον εκμεταλλεύονται. Με το πέρασμα στο νέο κράτος οι καλλιεργητές δεν γνώριζαν ότι το οθωμανικό κράτος πούλησε τα τσιφλίκια που προαναφέραμε στους κεφαλαιούχους, πούλησε όμως μόνο το γήμορο (συμφωνημένη ποσότητα καλλιέργειας που αντιστοιχεί στον κάθε ιδιοκτήτη) και όχι τις γαίες γιατί στο ισλαμικό δίκαιο13 δεν υπήρχε η έννοια της κυριότητας. Το Κοράνι αναφέρει πως η γη ανήκει στον Θεό και απόλυτος κύριος των γαιών – ως αντιπρόσωπος του Θεού στη γη – είναι ο Σουλτάνος, ο οποίος διαθέτει τις γαίες μεταξύ των πιστών ή άπιστων κατά βούληση μέσω διαταγμάτων. Έτσι, οι τουρκικές αρχές δεν σύναψαν συμβόλαια κυριότητας των γαιών με τους νέους ιδιοκτήτες, με αποτέλεσμα οι καινούργιοι ιδιοκτήτες της γης να μην μπορούν να αποδείξουν την καινούργια ιδιοκτησία τους. Έπρεπε λοιπόν να βρούν κάποιον τρόπο για να τα κατοχυρώσουν.
Στο σημείο αυτό καλό είναι να παραθέσουμε κάποια από τα άρθρα της «Σύμβασις περί διαρρυθμίσεως των Ελληνοτουρκικών συνόρων», η οποία- όπως προαναφέρθηκε- υπογράφηκε μεταξύ της Ελλάδος και του Οθωμανικού κράτους στις 02 Ιουλίου 1881 κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Άρτας. Στο άρθρο 4 λοιπόν αναφέρει πως «Η Ελληνική Κυβέρνησης θέλει αναγνωρίσει ταις παραχωρούμεναις χώραις το της ιδιοκτησίας δικαίωμα επί των αγροκηπίων, βοσκών, λειμώνων, νομών γρασιδοτόπων, δασών και παντός είδους γαιών, ή ακινήτων κατεχομένων υπό ιδιωτών ή κοινοτήτων, δυνάμει φιρμανίων, χοδζετίων, ταπίων και άλλων τίτλω, ή δυνάμει των οθωμανικών νόμων». Στο 3ο άρθρο ορίζει πως «Η ζωή, η περιουσία, η τιμή, η θρησκεία και τα έθιμα των κατοίκων των παραχωρουμένων τη Ελλάδι χωρών, όσοι μείνωσιν υπό την Ελληνικήν διοίκησιν, θέλουσιν είσθαι σεβαστά και απαραβίαστα, θ’ απολαύωσι δε ούτοι των αυτών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, ων και οι εκ γενετής υπήκοοι Έλληνες». Τέλος, στο άρθρο 6 ορίζει πως: «Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή ένεκα λόγου δημοσίας ανάγκης προσηκόντως βεβαιωμένης οσάκις και όπως ο νόμος ορίζει και μετά προηγουμένην δικαίαν αποζημίωσιν. Ουδείς ιδιοκτήτης δύναται να εξαναγκασθή όπως πωλήση τα κτήματα του εις τους καλλιεργητάς ή εις τρίτους, ουδέ να τοις παραχωρήσει μέρος εξ αυτών, ουδεμία δ’ επίσης τροποποίησης θέλει εισαχθή εις τας μεταξύ ιδιοκτητών και καλλιεργητών σχέσεις, ειμή διά νόμου γενικού, εφαρμοστέου καθ’ όλον το (Ελληνικόν) Βασίλειον»14.
Οι φτωχοί αγρότες όμως διεκδίκησαν την γη την οποία θεωρούσαν δική τους, αλλά βρήκαν απέναντι τους το ελληνικό κράτος: «η κυβέρνηση Τρικούπη έστειλε στη Θεσσαλία αστυνόμους και νομάρχες κοινούς παλιανθρώπους που φάνηκαν σκληρότεροι κι απ’ τους πιο χειρότερους Τούρκους. Τέτοια ήταν η πρώτη γνωριμία της θεσσαλικής αγροτιάς με το ρωμαίϊκο. Και οι κολλίγοι έτριβαν τα μάτια τους… Ο ελληνικός στρατός που τον υποδέχθηκαν με παράτες και δάκρυα σαν ελευθερωτή τους, μόνο στα ρούχα άλλαζε από τους Τούρκους. Στα φερσίματα ήταν ο ίδιος. Όπως και οι Τούρκοι βασιβουζούκοι, ζαπτιέδες και νιζάμηδες, έτσι και οι Έλληνες φαντάροι, τσολιάδες και χωροφυλάκοι προστάτευαν τον τσιφλικά και έδερναν το φτωχό αγρότη. Δεν πέρασαν μάλιστα ούτε χρόνια ούτε και μήνες, που οι Θεσσαλοί νοσταλγούσαν το τούρκικο. Οι φόροι, οι καταπιέσεις, η γραφειοκρατία, τα δέκατα κι ακόμα οι χωροφύλακες, οι εισαγγελείς και το σμήνος των δικολάβων και δικηγόρων που από την παλιά Ελλάδα, σαν πεινασμένο σκυλολόγι πλάκωσε στη Θεσσαλία, δημιούργησαν απ’ τις πρώτες μέρες την ψυχολογία της απογοήτευσης. Και η ψυχολογία αυτή επιγραμματικά εκφραζόταν έτσι: «Πούσαι καϋμένο τούρκικο, πόσο καλύτερα ήμασταν πρώτα...». Γιατί όμως τόσο γρήγορα απογοητεύτηκε ο κόσμος από το ελληνικό κράτος; γιατί οι φόροι ήταν βαρείς και από την πρώτη ώρα που πάτησε ο ελληνικός στρατός στη Θεσσαλία και στην Άρτα, άρχισαν οι καταπιέσεις και οι βασιβουζουκισμοί. Έπειτα ο ελληνικό στρατός χτύπησε την αγροτιά που γύρεψε να μπει στα τσιφλίκια, σα να είχε μπροστά του τίποτα κακούργους ληστές. Ο ελληνικός στρατός (αν και οι αξιωματικοί του και οι φαντάροι του είναι από τη σάρκα και το αίμα του λαού) με το να μην έχει συνείδηση της ιστορικής αποστολής των καταπιεζομένων και να μην ξέρει γιατί γίνεται η ταξική πάλη, βρίσκεται πάντα, όργανο τυφλό και ασυνείδητο, στο πλευρό των τσιφλικάδων και των κεφαλαιοκρατών και γι’ αυτό και χτυπάει τ’ αδέλφια του, τους εργάτες και αγρότες όταν σηκώσουν κεφάλι και ζητήσουν το δίκαιο τους και τον κλεμένο ιδρώτα τους15.
Ένας από τους πιο σκληρούς τσιφλικάδες της Θεσσαλίας ήταν ο Χρηστάκης Ζωγράφος, του οποίου οι επιστάτες σκότωναν και ξεσπίτωναν για να υλοποιηθούν τα σχέδια του αφεντικού τους. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία του βουλευτή Ν. Ταρμπάζη16 (βουλευτής Τρικάλων) στη βουλή, που καταγγέλλει πως οι επιστάτες του Ζωγράφου έφτασαν στο σημείο να φυλακίζουν κατοίκους στο χωριό Ζάρκο για να τους εκβιάσουν να δεχθούν τις αξιώσεις του αφεντικού τους. Και όταν δεν κατάφεραν να σπάσουν το ηθικό των κατοίκων, κατήγγειλαν στην αστυνομική αρχή της Λάρισας πως πέντε επιφανείς Ζαρκινοί είναι κλεπταποδόχοι και σχεδιάζουν επαναστατικά κινήματα με σκοπό να προκαλέσουν δυσάρεστα γεγονότα. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η διοίκηση της Λάρισας να στείλει έφιππους χωροφύλακες για να συλλάβουν τους συγκεκριμένους κατοίκους, αλλά και να εκδιώξουν τις οικογένειες τους από το χωριό καταστρέφοντας τα σκεύη και τα έπιπλα τους, μη δίνοντας τους διορία για να μετακομίσουν.
Ένα ακόμη γεγονός το οποίο έλαβε χώρα ξανά στο χωριό Ζάρκο και το μαθαίνουμε πάλι από την καταγγελία του βουλευτή Ν. Ταρμπάζη είναι πως την ίδια περίοδο οι χωροφύλακες συνέλαβαν τους αγροφύλακες, τους οποίους είχαν διορίσει οι κάτοικοι του χωριού- έπειτα από έγκριση του βασιλικού επιτρόπου- και τους οδήγησαν στα Τρίκαλα. Με το που έρχεται η περίοδος του θερισμού οι επιστάτες του Ζωγράφου προσλαμβάνουν εκατό ένοπλους Αρβανίτες, οι οποίοι δηλώνοντας πως είναι η καινούργια αγροφυλακή δεν επιτρέπουν στους κατοίκους να μεταφέρουν στα σπίτια τους την παραγωγή (ακόμη και τα μικρά δεμάτια). Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να επέλθει σύγκρουση μεταξύ των δύο μερών και οι καινούργιοι αγροφύλακες του Ζωγράφου ξεκινούν να πυροβολούν κατά των χωρικών. Οι αρχές βέβαια αντί να συλλάβουν τους Αρβανίτες αγροφύλακες συνέλαβαν τους καλλιεργητές και τους οδήγησαν στην εισαγγελία Τρικάλων, οι οποίοι παρόλο που στο τέλος αθωώθηκαν αναγκάστηκαν να παραμείνουν τρεις μήνες στην φυλακή και να καταστραφούν οι καρποί τους, αφού έμειναν αθέριστοι17.
Εξεγέρσεις βεβαίως είχαμε στο μεγαλύτερο κομμάτι του Θεσσαλικού κάμπου· στο Λασποχώρι (Ομόλιο) το 1905 έλαβαν χώρα αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των κολίγων και των ένοπλων μισθοφόρων του ιδιοκτήτη Χαλκιόπουλου, ενώ στην επαρχία Καρδίτσας κάθε μήνα ξέσπαγε και μία εξέγερση ενάντια στους ιδιοκτήτες ή στους ενοικιαστές των τσιφλικιών. Καταγεγραμμένα γεγονότα την ίδια περίοδο έχουμε και στο Γκερλί (Αρμένιο), στο Χατζηλαζάρ (Ξηροκρήνη), στο Χατζήμισι (Στεφανοβίκειο) και σε πολλά άλλα χωριά18. Οι προσπάθειες των αγροτών τους οδήγησαν στο να οργανωθούν και να διεκδικήσουν συλλογικά τα αιτήματά τους. Έτσι, το 1910 συγκροτείται η «Πανθεσσαλική Επιτροπή Αγώνος»19, η οποία απαριθμεί τριακόσια μέλη και η οποία στις 27 Φλεβάρη του ίδιου έτους καλεί στο μεγαλειώδες συλλαλητήριο της Καρδίτσας, στο οποίο συμμετέχουν χιλιάδες κόσμου. Στο συγκεκριμένο συλλαλητήριο ο αγρότης Χρ. Σάλτας δολοφονείται από έφιππο χωροφύλακα, σύμφωνα με τον ερευνητή Φώτη Βογιατζή20. Το ίδιο έτος έχουμε και τα γεγονότα του Κιλελέρ (06 Μαρτίου 1910). Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου είναι πως παρά την καταστολή και την τρομοκρατία από την μεριά του ελληνικού κράτους και των τσιφλικάδων, οι αγρότες συνεχίζουν να οργανώνονται και να αγωνίζονται για τα δικαιώματα τους21 για περισσότερο από 25 χρόνια γεγονός το οποίο θα τους οδηγήσει σε αρκετές κατακτήσεις.
Αναφορές σχετικά με το αγροτικό ζήτημα στην εφημερίδα «Ανεξαρτησία» κατά το έτος 1882
Στην εφημερίδα “Ανεξαρτησία” διαπιστώνεται ότι το αγροτικό ζήτημα εντείνεται κατά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο νέο ελληνικό κράτος και σε πολλές περιπτώσεις έχουμε βίαιες συγκρούσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην καταστολή των διεκδικήσεων των φτωχών αγροτών, διεκδικήσεις που έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα τους. Επίσης, γίνεται αντιληπτό πως το αγροτικό ζήτημα είναι ένα φλέγον ζήτημα, το οποίο διαρκεί πολλά χρόνια και απασχολεί καθημερινά τον τύπο και τις συνεδριάσεις της βουλής, αντίθετα με τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης Τρικούπη η οποία προσπαθεί να συσκοτίσει την κοινή γνώμη υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει αγροτικό ζήτημα.
Στις 30 Ιουνίου 1882, στο 73ο φύλλο της εφημερίδας της Λάρισας «Ανεξαρτησία» βλέπουμε την επίθεση που δέχεται ο βουλευτής Άρτας Γεώργιος Παχύς από τον συνάδελφο του βουλευτή του ίδιου νομού Κωνσταντίνο Καραπάνο για το βιβλίο που εξέδωσε σχετικά με το αγροτικό ζήτημα. Στο συγκεκριμένο έργο, ο βουλευτής προσπαθεί να αναδείξει τις αβάσιμες αξιώσεις εκείνων που θέλουν να ιδιοποιηθούν τις γαίες εξετάζοντας το ζήτημα από την ιστορική και νομική του πλευρά, με την καταγραφή των γεγονότων και την επιστημονική ερμηνεία των τουρκικών νόμων υπό το πρίσμα επιφανών νομομαθών της εποχής. Σε επόμενο φύλλο της εφημερίδας – και πιο συγκεκριμένα στις 22/08/1882 – αναφέρεται πως ο Γεώργιος Παχύς συλλαμβάνεται χωρίς ωστόσο να δίνονται περισσότερες πληροφορίες, ενώ στη συνέχεια γίνεται γνωστό πως παρά την απόφαση του συμβουλίου του πλημμελειοδικείου της Άρτας για αποφυλάκιση του βουλευτή και των συγκατηγορουμένων του (πρόταση ποινής ενός μηνός έως έξι μήνες με αναστολή) ο εισαγγελέας κ. Γονατάς ανακόπτει την συγκεκριμένη απόφαση και αναστέλλει την αποφυλάκιση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης, στο ίδιο φύλλο, η επιστολή που έστειλαν στις 24 Ιουνίου του ίδιου έτους δεκαεννέα κάτοικοι του χωριού Κρίτζινι (Ταξιάρχες) στο νομό Τρικάλων προς τον βουλευτή Ιωάννη Μεσσηνέζη, η οποία δείχνει την κατάσταση των αγροτών. Πιο συγκεκριμένα, η επιστολή καταγγέλλει την πρόθεση του νομάρχη Τρικάλων να αρπάξει με βίαιο τρόπο την παραγωγή των αγροτών, τη στιγμή που εκκρεμεί δίκη από το εφετείο Λάρισας σχετικά με τη νομιμότητα των τίτλων ιδιοκτησίας των χωραφιών. Οι αγρότες αναφέρουν πως η κατάσταση πλέον έχει γίνει αφόρητη, γιατί οι τοπικές αρχές έχουν ξεπεράσει κάθε όριο και δεν μπορούν να υπομείνουν άλλο αυτήν την κατάσταση.
Στο φύλλο της 04 Ιουλίου 1882 συναντούμε ένα απόκομμα μιας επιστολής αναγνώστη σχετικά με το αγροτικό ζήτημα. Ο γραφών αναφέρει πως οι κάτοικοι των τσιφλικιών στον Θεσσαλικό κάμπο όχι μόνο δεν ένιωσαν κάποια ελευθερία από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας λόγω της καταπίεσης των καινούργιων ιδιοκτητών, αλλά αντιθέτως απώλεσαν και πολλά ευεργετήματα τα οποία απολάμβαναν κατά την Οθωμανική περίοδο. Αναφέρει επίσης πως ο φτωχός καλλιεργητής χρησιμοποιεί αγενείς και δουλικές εκφράσεις για να αποκαλέσει τον εαυτό του (ραγιά και σκλάβο), ενώ αντιθέτως αυτόν που κατέλαβε παράνομα τα κτήματά του τον αποκαλεί κύριο και αφέντη. Έπειτα από μία μικρή αναφορά που κάνει στην κατάσταση των Θεσσαλών χωρικών, καταλήγει στο συμπέρασμα πως εάν οι λέξεις ελεύθερος πολίτης μπορούν να χαρακτηρίσουν τους κατοίκους άλλων περιοχών της Ελλάδος, για τον Θεσσαλό χωρικό ελευθερία δεν υπάρχει.
Στο επόμενο φύλλο (07 Ιουλίου 1882) ο Δ. Μανωλάκης αναφέρεται στους τσιφλικάδες αποκαλώντας τους «σατράπηδες», οι οποίοι συγκέντρωσαν τη γη και οι δυστυχείς κάτοικοι των περιοχών αυτών έμειναν απλοί δούλοι. Σε επόμενο σημείο, αναφέρει πως ο φτωχός αγρότης αν δεν καταφέρει να εκπατριστεί προσπαθώντας να αποφύγει τη συγκεκριμένη κατάσταση, θα παραμείνει τελικά στην γενέτειρά του και θα δουλεύει με όρους ταπεινωτικούς.
Στις 21 Ιουλίου 1882 πληροφορούμαστε από τον Δ. Στεριάδη - πληρεξούσιο της ιδιοκτήτριας του τσιφλικιού Δαουκλή (Ξυνιάδα) – την πρόθεση πολυάριθμων καλλιεργητών στην περιοχή της Θεσσαλίας να καταλάβουν τα κτήματα των αφεντικών τους μέσω της δημιουργίας συλλόγου. Μέλη του συλλόγου αυτού έγιναν και μερίδα των κατοίκων του τσιφλικιού Δαουκλή, οι οποίοι προχώρησαν σε καταστροφές κτημάτων, ενώ έφτασαν και στο σημείο να καταλάβουν κάποια από αυτά. Οι συμμετέχοντες στα επεισόδια συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο ειρηνοδικείο της περιοχής, όπου τους απαγορεύθηκε οποιαδήποτε περαιτέρω διατάραξη με την απειλή μάλιστα του χρηματικού προστίμου. Παρόλα αυτά οι ίδιοι, δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν τις βίαιες ενέργειες, βρίσκοντας απέναντί τους αυτήν τη φορά τους επιστάτες του τσιφλικιού, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να τους σταματήσουν και έτσι διατάχθηκε η σύλληψη τους. Στο ίδιο χωριό22 βλέπουμε πως η διοικητική αστυνομία Δομοκού απαγορεύει αυστηρώς σε όλους τους κατοίκους την καλλιέργεια των αγρών, παρά το γεγονός ότι προσωρινά μέτρα υπάρχουν μόνο για επτά από αυτούς, ενώ άλλοι 12 κάτοικοι του ίδιου χωριού φυλακίστηκαν στις φυλακές Δομοκού τη στιγμή που οι άνθρωποι του Δ. Στεριάδη διαβεβαιώνουν τους χωρικούς πως αν υπογράψουν συμβόλαια «αποδίδοντα κυριότητα και κατοχήν είς της Χανούμην του, θα εύρωσι ησυχίαν». Πιο συγκεκριμένα η απαγόρευση ίσχυε για επτά κατοίκους, όπως προαναφέρθηκε, έπειτα από απόφαση του ειρηνοδικείου του χωριού. Στη συγκεκριμένη απόφαση ,όμως, ασκήθηκε έφεση και λόγω των καλοκαιρινών διακοπών η απόφαση εκκρεμούσε. Στη συνέχεια, την περίοδο των αλωνιών κατά τη διανομή του παραγόμενου προϊόντος δε δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα, διότι οι χωρικοί, σύμφωνα με το τι ίσχυε μέχρι τότε και βάση του τελευταίου φιρμανιού, απέδωσαν το 1/3 του παραγόμενου προϊόντος στον υπενοικιαστή. Την περίοδο όμως της καλλιέργειας των χωραφιών ο υπενοικιαστής βουλευτής Χρ. Στεριάδης23 χρησιμοποιώντας την αστυνομία απαγορεύει στους χωρικούς την καλλιέργεια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εφημερίδα «τα αστυνομικά όργανα τα διορισθέντα κατά σύστασιν του βουλευτού Στεριάδου περιέτρεχον τας οικίας των απλουστέρων χωρικών και επειθανάγκαζον τους δυστυχείς χωρικούς να υπογράψωσι συμβόλαια του Στεριάδου αποδίδοντα αυτώ κυριότητα και αποξενούντα των δικαιωμάτων των τους χωρικούς, ηπείλουν δε εις τους αρνούμενους να υπογράψωσι ότι θα σαπήσουν εις τας φυλακάς και δεν θα καλλιεργήσωσι». Ωστόσο, όταν στη 01/10/1882 οι χωρικοί (πλην των επτά) πήγαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, εμποδίστηκαν από τα αστυνομικά όργανα και επέστρεψαν στο χωριό διαμαρτυρόμενοι για την αυθαιρεσία της αστυνομίας, ενώ την επόμενη μέρα ακολούθησαν συμπλοκές μεταξύ των κατοίκων και των δυνάμεων του κράτους με αποτέλεσμα να έχουμε εκ νέου συλλήψεις.
Στο φύλλο της 28ης Αυγούστου 1882 συναντούμε μία επιστολή της «Βέλγικης Ανεξαρτησίας», η οποία εστάλη την 1η Αυγούστου 1882 και αναφέρεται σε διενέξεις μεταξύ μεγάλου αριθμού κατοίκων σε χωριά της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Ο αρθρογράφος ξεκινάει κάνοντας μία αναφορά στην περίπτωση των χωριών της Ηπείρου – ενώ αναφέρει πως και στα Θεσσαλικά χωριά η κατάσταση είναι όμοια. Στη συνέχεια, κάνει μία αδρομερή ιστορική αναφορά στις έγγειες σχέσεις από την εποχή της παράδοσης των περιοχών αυτών στους Οθωμανούς και την εποχή του Αλή Πασά. Μετά τον θάνατο του Αλή Πασά, οι κάτοικοι πολλών χωριών τα οποία ήταν υπό την κατοχή του κατόρθωσαν πληρώνοντας ένα χρηματικό ποσό να απαλλαγούν από την φορολογία και να μεταβληθούν σε κεφαλοχώρια. Στη συνέχεια αναφέρεται σε δύο κεφαλαιούχους – ο δεύτερος εκ των οποίων ήταν ο κ. Ζαρίφης – οι οποίοι αγόρασαν κάποια από τα χωριά που είχαν στην κατοχή τους. Ο πρώτος αγόρασε από τους κληρονόμους του Μουσταφά Πασά το έτος 1872 γαίες του θανόντα Αλή Πασά, οι οποίες μετά θάνατον πέρασαν στην Υψηλή Πύλη και η οποία με την σειρά της τις μεταβίβασε στον Μουσταφά Πασά, ενώ ο δεύτερος τα αγόρασε από το Οθωμανικό κράτος το 188024. Έπειτα, αναφέρεται στην απελευθέρωση των συγκεκριμένων περιοχών όπου οι κάτοικοι θεώρησαν πως είναι ελεύθεροι πολίτες ενός κράτους στο οποίο άπαντες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, με αποτέλεσμα να θεωρούν πως ήρθε επιτέλους η στιγμή που θα γίνουν ιδιοκτήτες των γαιών που αιώνες τώρα καλλιεργούσαν αυτοί και οι πρόγονοι τους. Έτσι, στην επαρχία της Άρτας τη στιγμή που καταλήφθηκε από τον Ελληνικό στρατό η συγκομιδή των δημητριακών έφτανε στο τέλος της και οι καλλιεργητές αρνήθηκαν να διανέμουν τη σοδειά25 στους ιδιοκτήτες τους οποίους θεωρούσαν «αγοραστάς παρανόμου φόρου», γιατί θεωρούσαν πως σύμφωνα με το σύνταγμα της Ελλάδος – της οποίας πλέον αποτελούσαν μέρος – κανένας φόρος και καμία φορολογία δεν ήταν δυνατό να επιβληθεί, αν δεν επικυρωθεί με νόμο της βουλής. Οι κεφαλαιούχοι από την μεριά τους είχαν διαφορετική άποψη και απαίτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να επέμβει για να υπερασπίσει τα συμφέροντά τους επικαλούμενοι τα άρθρα 4 και 6 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.
Στις 05/09/1882 διαβάζουμε αναδημοσίευση είδησης από το έντυπο «Φάρος του Ολύμπου» για ένα γεγονός αστυνομικής βίας το οποίο έλαβε χώρα στο χωριό Πατουλιά του νομού Τρικάλων, όπου την περίοδο του αλωνίσματος ζήτησαν από τους ιδιοκτήτες να αφαιρέσουν τον σπόρο τον οποίο έβαλαν και έσπειραν (προφανώς εννοεί την χρηματική αξία του σπόρου) και το υπόλοιπο της συγκομιδής να το μοιραστούν από κοινού, λόγω του ότι κατά την περίοδο της σποράς η τιμή του σπόρου ήταν 75 γρόσια το κιλό και στη συνέχεια έπεσε στα 40 γρόσια ανά κιλό. Οι ιδιοκτήτες όμως δεν συμφώνησαν και έτσι δέκα νοικοκυραίοι καλλιεργητές αποφάσισαν να μεταβούν στα Τρίκαλα για να παραπονεθούν. Μόλις η αστυνομία πληροφορήθηκε την παρουσία τους στην πόλη των Τρικάλων, τους κάλεσε στο αστυνομικό τμήμα και τότε ο ένας εκ των αστυνόμων ορμά σε έναν εκ των καλλιεργητών «τον συλλαμβάνει εκ της κώμης τον ρίπτει καταγής και ανηλεώς τον έδειρε λέγων αυτώ διά των πλέον αισχρών και βαναύσων λόγων και ύβρεων να πηγαίνει αμέσως να μετρήσωσι τους σωρούς των σίτων, διότι άλλως θα το ψοφήση εις το ξύλον». Το άρθρο συνεχίζει αναφέροντας την ταραχή που προκάλεσε στην κοινωνία η αυθαίρετη και βάνδαλη αυτή πράξη εις βάρος φιλήσυχων καλλιεργητών – γεγονός το οποίο δεν είχε συμβεί κατά την περίοδο της Οθωμανικής εξουσίας. Τέλος, καταλήγει πως έργο των αρχών είναι να προστατεύουν την τιμή, την ζωή και την περιουσία των πολιτών και όχι να επεμβαίνει σε καθαρά δικαστικά αντικείμενα, να περιφρονεί τους νόμους του κράτους και να βρίζει και να δέρνει ανηλεώς τους πολίτες.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1882 διαβάζουμε στο άρθρο με τίτλο «Φωνή Θεσσαλών κολλήγων» ο αρθρογράφος να ασχολείται με το αγροτικό ζήτημα και να αναφέρει πως «(…)Η Θεσσαλία η μήτηρ του Ελληνισμού και η Εστία του αρχαίου πολιτισμού κατέστη σήμερον η χώρα της αθλιότητος και η πηγή της βαρβαρότητος.(…) Η Θεσσαλία η προσφιλής έδρα των αθάνατων θεών απέβη νυν η κατ’ εξοχήν φωλέα των καταχθόνιων θνητών. Η Θεσσαλία το θέατρον των μεγάλων πράξεων εγένετο ήδη το εργαστήριον, η φάμπρικα των αδικιών και αρπαγών». Στη συνέχεια, χωρίζει τα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου σε έξι κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία, εντάσσονται τα «πειθαναγκαστικώς εκποιηθέντα» χωριά, τα οποία κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης ήταν ελεύθερα και οι κάτοικοί τους απέδιδαν μόνο τη δεκάτη. Με το πέρασμα όμως των ετών οι χριστιανοί για να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες και τις καταπιέσεις, οι οποίες – λόγω διαφόρων αιτιών – αυξάνονταν αναγκάστηκαν να περάσουν υπό την προστασία τοπικών βέηδων και πασάδων, αναγκάζοντάς τους να απεμπολήσουν κάποια από τα δικαιώματα τους. Στη συνέχεια, έχουμε τα βακουφικά χωριά26, τα οποία ήταν υπό την προστασία της βασιλομήτορος και τα οποία απέδιδαν ετησίως ένα μέρος της παραγωγής σίτου ή κριθάρι. Έπειτα, αναφέρονται τα «βαθμηδόν σφετερισθέντα» χωριά οι κάτοικοι των οποίων αναγκαζόταν να δώσουν σε ντόπιους Οθωμανούς ένα χρηματικό ποσό ετησίως για την προστασία τους. Το ποσό όμως αυτό με το πέρασμα των ετών αυξανόταν και «η ανάγκη καθυπέβαλε την υποχρέωσιν, η υποχρέωσις μεταβλήθη εις έθος, το έθος εγέννησε τον νόμον και ο νόμος έδωκεν αυτοίς (αναφέρεται στους ντόπιους Οθωμανούς) το δικαίωμα της κατοχής και κυριότητος». Ακολουθούν τα «καθαρώς ιδιόκτητα» χωριά, τα οποία ιδρύθηκαν τους νεότερους χρόνους είτε σε εδάφη που είχαν καταστραφεί, είτε σε ακαλλιέργητα από διάσημους Οθωμανούς, οι οποίοι προσκάλεσαν χριστιανούς κατοίκους. Τα συγκεκριμένα χωριά νομίμως παραχωρούνταν ως ιδιοκτησία στους απογόνους των ιδρυτών. Η επόμενη κατηγορία είναι τα «εθνικά» χωριά, τα οποία το Οθωμανικό κράτος, λόγω των αυξημένων αναγκών και από τη στιγμή που δεν κατέχονταν από κάποιον ιδιώτη τα οικειοποιήθηκε ως εθνική περιουσία. Η τελευταία κατηγορία είναι τα «ελεύθερα» χωριά ή «κεφαλοχώρια», των οποίων οι κάτοικοι διατήρησαν τα δικαιώματα των προγόνων τους σχετικά με τους αγρούς, τους αμπελώνες, τα ιχθυοτροφεία, τις οικίες κτλ. Στο υπόλοιπο άρθρο αναφέρονται συνοπτικά κάποια από τα έργα του Αλή πασά και ο δύστροπος και βίαιος χαρακτήρας του, ενώ το τελευταίο μέρος αφιερώνεται στην εξιστόρηση - για μία ακόμη φορά- των δεινών που υπέστησαν οι Θεσσαλοί καλλιεργητές από την περίοδο της προσάρτησης και έπειτα.
Η «άθλια και ελεεινή έτι κατάστασει» των χωρικών της Θεσσαλίας αποτυπώνεται και στο φύλλο της 17 Οκτωβρίου 1882 όπου σε μία επιστολή προς τους Θεσσαλούς βουλευτές αναφέρεται πως οι χωρικοί όχι μόνο στερούνται τους αναγκαίους υλικούς όρους διαβίωσης, αλλά δεν έχουν ούτε σπίτι διότι «ο κύριος αυτού ο ιδιοκτήτης του χωρίου εξ ιδιοτροπίας ή άλλων λόγων παρακινούμενος δύναται εν ριπή οφθαλμού ν’ αποβάλλη αυτόν της οικίας και αποστερή εν πάση στιγμή πάντων των δικαιωμάτων, ων απολαύουσιν οι λοιποί συγχωριανοί του, οι λοιποί ομογενείς του, οι ομοεθνείς του. Οικτρά όντως κατάστασις και ανάξια του ελεύθερου πολίτου!». Και συνεχίζει το άρθρο λέγοντας πως οι χωρικοί που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση είναι εκείνοι οι οποίοι αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για να διασώσουν τη θρησκεία, τη γλώσσα και το έθνος χύνοντας το αίμα τους για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αναφέρεται ακόμη και στην έλλειψη υποδομών για την αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων, όπως λιμνάζοντα ύδατα, εκχειλίσεις ποταμών, λάσπες αλλά και στις ελλιπείς υποδομές σχετικά με το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, τις γέφυρες, τους ταχυδρομικούς σταθμούς και τους τηλεγράφους. Παράλληλα, εντοπίζεται έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής και προσωπικού σε θέματα που σχετίζονται με την παιδεία και την υγειονομική περίθαλψη, όπως τα σχολεία και τα ορφανοτροφεία, τα πτωχοκομεία, τα γηροκομεία, τα βρεφοκομεία και τους γιατρούς.
1Σχετικά με την κατανομή των γαιών στη Θεσσαλία κατά την περίοδο που εξετάζουμε δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Κάποια στατιστικά μπορούμε να τα πάρουμε από τις πληροφορίες που συνέλεξε η Μεγάλη Επιτροπή η οποία δημιουργήθηκε το 1896 για να μελετήσει τα Θεσσαλικά ζητήματα και από στοιχεία τα οποία εξέδωσε το 1906 το τμήμα στατιστικής του Εμπορικού Συλλόγου Βόλου (Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, οι κολίγοι της Θεσσαλίας – μελέτη περί μόρτης, εκδόσεις τυπογραφείο εφημερίδος “Πανθεσσαλική”, Βόλος, 1906, σελ. 5-6).
2Περισσότερα στοιχεία για τον πληθυσμό της Θεσσαλίας εκείνη την περίοδο βρίσκουμε στην έρευνα της Αγγελικής Σφήκα – Θεοδοσίου όπου σύμφωνα με τις πηγές ο πληθυσμός κυμαίνεται από 293.993 κατοίκους έως περίπου 330.000, με κυρίαρχο πάντα το χριστιανικό στοιχείο (Αγγελική Σφήκα – Θεοδοσίου, Η προσάρτηση της Θεσσαλίας – η πρώτη φάση στην ενσωμάτωση μιας ελληνικής επαρχίας στο ελληνικό κράτος 1881/1885, Διδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στη Φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλειου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σελ. 69).
3Οι Κονιάροι ήταν κάτοικοι της επαρχίας του Ικονίου οι οποίοι μετοίκησαν στην περιοχή της Θεσσαλίας - πιθανό μεταξύ 1420 και 1456 - και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως στρατιωτική δύναμη των Οθωμανών στη νέα κατεκτημένη περιοχή.
4Η σύμβαση υπογράφηκε από τον υπουργό Α.Γ. Κουντουριώτη - πληρεξούσιο του βασιλιά της Ελλάδος - και από τον πρόεδρο του συμβουλίου του οθωμανικού κράτους Μαχμούτ Σερβέρ Πασάν - πληρεξούσιο του αυτοκράτορα των Οθωμανών.
5Λάζαρος Αρσενίου, Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους 1881 – 1993, εκδόσεις Δωδώνη, Τρίκαλα, 1994, σελ. 23.
6Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, ο. π., σελ. 59.
7«Η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι εξαιτίας του τρόπου της προσάρτησης των νέων επαρχιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της σύμβασης, τα δικαστήρια δεν είχαν αρμοδιότητα να εξετάζουν το ιστορικό της καταγωγής της ιδιοκτησίας παρά μόνο να ελέγχουν αν οι κάτοικοι είχαν νόμιμους τίτλους των οθωμανικών αρχών. Καθώς λοιπόν τα ελληνικά δικαστήρια δέχθηκαν μια “πλασματική” ισοδυναμία ανάμεσα στο δικαίωμα του tasarruf (εξουσίασης) του οθωμανικού νόμου και στην απόλυτη κυριότητα του βυζαντινορωμαϊκού αστικού δικαίου, που ίσχυε στην Ελλάδα, είχαν πλέον ισχύ όλοι οι νόμιμοι οθωμανικοί τίτλοι (Αγγελική Σφήκα – Θεοδοσίου, ο. π., σελ. 107 - 108).
8Λάζαρος Αρσενίου, ο. π., σελ. 58.
9Λάζαρος Αρσενίου, ο. π., σελ. 94.
10Γιάνης Κορδάτος, Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις 20ος αιώνας, Β’ έκδοση, Αθήνα, 1956, τόμος 12, σελ. 416.
11Το Ρέσμι Αρουσάν (φόρος Παρθενοφθορίας) ήταν φόρος ο οποίος ίσχυε από την εποχή του Βυζαντίου όπως διαπιστώνει ο γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός Leon Heuzey από την επιστολή του άρχοντα του Φαναρίου Καρδίτσας Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου (1295) ( Δ. Κ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατίαν, εκδόσεις τυπογραφείο της εφημερίδας «Θεσσαλία», Βόλος, 1912, σελ. 20 και 111).
12Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, ο. π., σελ. 94.
13Το δίκαιο του Ισλάμ ονομαζόταν Σέρι (νόμος) ή Σέρι Σερίφ (ιερός νόμος) και αποτελούσε την ιερή πηγή από την οποία απορρέουν όλες οι νομοθεσίες όλων των Μωαμεθανικών κρατών, άρα και του Οθωμανικού (Δ. Κ. Τσοποτός, ο., π., σελ. 48 – 50).
14Αγγελική Σφήκα – Θεοδοσίου, ο. π., σελ. 239 - 244.
15Γιάνης Κορδάτος, ο. π., σελ. 418.
16Πρακτικά των συνεδριάσεων της βουλής της Β’ Συνόδου της Θ’ Βουλευτικής περιόδου 05/03/1883.
17Οι περιπτώσεις βίαιης εκμετάλλευσης των κατοίκων από τους καινούργιους ιδιοκτήτες είναι αμέτρητες, εδώ όμως αρκούμαστε να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες.
18Αξίζει εδώ να σημειωθεί η εξέγερση στο χωρίο του νομού Τρικάλων Σκλάταινα (Ρίζωμα) το φθινόπωρο του 1881 όπου οι κάτοικοι κατέλαβαν το τσιφλίκι του Μουσούρου πασά ενώ το 24ο σύνταγμα πεζικού που εστάλη για την καταστολή της εξέγερσης τελικά συντάχθηκε με το μέρος των εξεγερμένων (Λάζαρος Αρσενίου, ο.π., σελ. 34).
19Ήδη από το 1904 έχουμε την ίδρυση του «Θεσσαλικού Γεωργικού Συλλόγου» στη Λάρισα, το 1906 την ίδρυση του «Γεωργικού Συνδέσμου» στα Τρίκαλα, το 1907 τον «Πανθεσσαλικό Σύλλογο» και το «Κοινό των Θεσσαλών», το 1908 την «Ένωση των πληρεξουσίων της κοινότητας Κοσκινά» και το 1909 τον «Γεωργικό Πεδινό Σύνδεσμο» στην Καρδίτσα (Παύλος Ριζαργιώτης, Τσιφλικάδες και κολίγοι, Ριζοσπάστης 28/10/2010, σελ. 11 – 15).
20Λάζαρος Αρσενίου, ο.π., σελ. 226.
21Σκληροί εκμεταλλευτές των – πλέον - Ελλήνων Θεσσαλών αγροτών ήταν οι ίδιοι οι Έλληνες ιδιοκτήτες κάτι το οποίο είναι δηλωτικό του γεγονότος πως η αστική αντίληψη πάνω στο εθνικό ζήτημα δεν έχει σκοπό την επιστημονική προσέγγιση του συγκεκριμένου φαινομένου αλλά τη συσκότιση και την αποδοχή της θέσης του εκμεταλλευομένου απέναντι στον εκμεταλλευτή το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.
22Βλέπε: Ανεξαρτησία 07/10/1882, σελ. 2/ ο. π. 14/10/1882, σελ. 3/ ο. π. 17/10/1882 σελ. 2.
23Στο φύλλο της 21ης Ιουλίου αναφέρεται ο Δ. Στεριάδης ως πληρεξούσιος της ιδιοκτήτριας του τσιφλικιού και στις 17 Ιουλίου φαίνεται να παρουσιάζεται ως υπενοικιαστής του βακουφικού χωριού ο βουλευτής Χρ. Στεριάδης. Το αναφέρουμε αυτό γιατί δεν καταφέραμε να ερευνήσουμε αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.
24Εδώ βλέπουμε πως αγοραπωλησίες γαιών γινόταν πολύ πριν την προσάρτηση των περιοχών αυτών στην Ελλάδα.
25Το σύνολο του εξεγερμένου πληθυσμού σύμφωνα με το άρθρο κυμαίνεται μεταξύ 180.000 και 200.000 κατοίκων.
26Βλέπε: Γιώργος Σαϊτάνης, Ο θεσμός των κοινοτήτων την οθωμανική περίοδο και κάποιες εφαρμογές στην περιοχή της Αν. Θεσσαλίας, Λάρισα, Φθινόπωρο 2021, σελ.83.