Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία κατά τα πρώτα χρόνια της προσάρτησης

Το αγροτικό ζήτημα στην περιοχή της Θεσσαλίας υφίσταται ήδη πολύ πριν την προσάρτηση αυτής στο νέο ελληνικό κράτος. Η εκμετάλλευση των φτωχών αγροτών και των λαϊκών μαζών είναι ήδη πολύ έντονη από την περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας· χαρακτηριστικό είναι πως το Βυζάντιο έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πιο σκληρούς εκμεταλλευτικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. Στη συνέχεια με το πέρασμα στην Οθωμανική περίοδο η κατάσταση για τους φτωχούς αγρότες, και όχι μόνο, δεν αλλάζει με αποτέλεσμα οι βυζαντινοί γαιοκτήμονες να διατηρούν την κοινωνική τους θέση εκμεταλλευόμενοι τους φτωχότερους, καθεστώς το οποίο συνεχίζεται και μετά την προσάρτηση.

Στην περιοχή της Θεσσαλίας τα 3/4 του κάμπου ήταν μοιρασμένα σε τσιφλίκια1. Από τα 560 χωριά του Θεσσαλικού κάμπου τα 350 – 360 περίπου αφορούν τσιφλίκια ενώ τα υπόλοιπα 200 αφορούν κεφαλοχώρια (μικροϊδιοκτησίες). Από τους υπολογισμούς της επιτροπής που συστάθηκε το 1896 για να μελετήσει Θεσσαλικά ζητήματα πληροφορούμαστε πως το σύνολο του αγροτικού πληθυσμού ήταν περίπου 300.000 άνθρωποι2· από αυτούς στα τσιφλίκια κατοικούσαν 11.000 οικογένειες κολίγων (εργαζόμενοι στα τσιφλίκια) και 18.000 αγρότες. Υπήρχαν ακόμη και τα λεγόμενα κονιαροχώρια τα οποία ήταν μικρές ιδιοκτησίες (αλιακάδες) καλλιεργούμενες από τους Κονιάρους3. Να σημειώσουμε εδώ πως η έγγειος ιδιοκτησία στη Θεσσαλική γη δεν είναι ομοιόμορφη και πως από περιοχή σε περιοχή είναι πιθανό τα χαρακτηριστικά των παραγωγικών σχέσεων να διαφέρουν.

Στις 02 Ιουλίου 1881 υπογράφεται στην Κωνσταντινούπολη η «Σύμβασις περί διαρρυθμίσεως των Ελληνοτουρκικών συνόρων»4 ενώ ήδη ο τούρκικος στρατός είχε αρχίσει να αποχωρεί από τη Θεσσαλία λίγες μέρες νωρίτερα. Με την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλία οι Οθωμανοί κάτοικοι της Θεσσαλίας αποφασίζουν να αποχωρήσουν από αυτήν πουλώντας τα σπίτια τους, τα καταστήματα τους, τα οικόπεδα τους κτλ. Τις μικρές ιδιοκτησίες κυρίως των Κονιάρων ξεκίνησαν να τις αγοράζουν γεωργοί, κτηνοτρόφοι, κολίγοι και λοιποί βιοτέχνες. Σύμφωνα με τον Β. Πρόντζα: «σχεδόν μισό εκατομμύριο στρέμματα έγιναν αντικείμενον αγοραπωλησίας κυρίως από χωρικούς»5. Για την αγορά των συγκεκριμένων χωραφιών οι καλλιεργητές της Θεσσαλίας δανείζονταν το μισό της αξίας από τη νεοϊδρυθείσα τράπεζα Ηπείρου – Θεσσαλίας με νόμιμο τόκο, ενώ για το άλλο μισό απευθύνονταν σε τοκογλύφους με τόκο 15% έως 25%. Δυστυχώς, οι περισσότεροι αγρότες δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στους δυσβάσταχτους όρους των τοκογλύφων και τότε οι τελευταίοι οργίασαν κατάσχοντας πολλά από τα χωράφια αυτά. Οι φτωχοί αγρότες δεν περίμεναν ποτέ ότι με την απελευθέρωσή τους θα γίνονταν θύματα μεγαλύτερης και πιο άγριας εκμετάλλευσης από τους ομόθρησκους τους.

Με τη φυγή των τούρκικων πληθυσμών πολλοί κεφαλαιούχοι άρπαξαν την ευκαιρία και αγόρασαν γαίες· σαράντα άνθρωποι (Γεώργιος Αβέρωφ, Παύλος Στεφάνοβικ, Κων/νος Ζάππας, Χριστάκης Εφένδης Ζωγράφος, Ανδρέας Συγγρός, Χαροκόπος, Ζαρίφης κ. α.) αγόρασαν μερικά εκατομμύρια στρέμματα εύφορης γης, χωρίς όμως να γνωρίζουν από κοντά τη γη που απέκτησαν, αφού η έδρα των εμπορικών τους επιχειρήσεων ήταν σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού. Βέβαια, μαζί με τα τσιφλίκια αγόρασαν και τους κολίγους με τις οικογένειές τους, καθώς και τους επιστάτες των τσιφλικιών. Πριν όμως περάσουμε στην περιγραφή των συνθηκών διαβίωσης των καλλιεργητών στο νέο τους κράτος, θα πρέπει πρώτα να δούμε τις παραγωγικές σχέσεις μεταξύ των κολίγων και των τσιφλικάδων στο προηγούμενο καθεστώς.

Το 1860 εξεδόθη αυτοκρατορικό Φιρμάνι, το οποίο είχε σαν σκοπό να μεταρρυθμίσει τις προγενέστερες σχέσεις μεταξύ των κολίγων και των τσιφλικάδων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, διότι οι δεύτεροι μέσω του συστήματος γενικής επιστασίας (Σουμπασλήκ) καταπίεζαν τους πρώτους. Έτσι, με το νέο φιρμάνι καταργήθηκε η εξουσία των επιστατών και ιδρύθηκαν γεωργικά συμβούλια, τα οποία ήταν επιφορτισμένα να διευθετήσουν τις όποιες μεταξύ τους διαφορές6. Με το νέο φιρμάνι τα τσιφλίκια χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: τα χάσικα και τα μπαΐρια. Στα χάσικα οι καλλιεργητές παρήγαγαν κυρίως σιτάρι και κριθάρι, ενώ λιγότερο επέλεγαν τις εαρινές καλλιέργειες. Στην συγκεκριμένη κατηγορία, ο σπόρος χορηγείται από τον ιδιοκτήτη, ενώ μετά την πληρωμή των φόρων η διανομή γινόταν κατά το ήμισυ μεταξύ των δύο μερών (μεσαρικά) αφού αφαιρεθεί ο σπόρος. Αντίθετα, στα μπαΐρια η παραγωγή βασιζόταν στα εαρινά προϊόντα και πολύ λιγότερο στο σιτάρι και στο κριθάρι. Εδώ τον σπόρο τον καταβάλει ο καλλιεργητής και μετά την αφαίρεση της φορολογίας (δεκάτη) ο γεωργός λαμβάνει τα 2/3 της παραγωγής και ο ιδιοκτήτης το 1/3 (τριταρικά). Σχετικά τώρα με το ζήτημα των εξώσεων των κολίγων οι νέες διατάξεις απαγορεύουν κατηγορηματικώς την εκδίωξη αυτών από τα τσιφλίκια, όσο και των χήρων και των παρακεντέδων, διάταξη την οποία ήταν υποχρεωμένος ο ιδιοκτήτης να την τηρεί εις το διηνεκές. Όσον αφορά τις χήρες, τους γέροντες και τους παρακεντέδες ακόμα και στην περίπτωση που δεν ασχολούνταν με την γεωργία μπορούσαν να παραμείνουν στο κτήμα, ενώ οι γέροντες δεν ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν κάποιο ενοίκιο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως το ελληνικό κράτος με την απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία ικανοποίησε τον νομικό τύπο περί «ισοδύναμων βυζαντινού και οθωμανικού δικαίου»7, παραχώρησε απόλυτη κυριότητα των γαιών στους κεφαλαιούχους και πέταξε στον δρόμο ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της προσφάτως απελευθερωμένης Θεσσαλίας8.

Το αυτοκρατορικό φιρμάνι ασχολήθηκε και με τους ιδιοκτήτες· αν ο γεωργός άνευ αιτίας – σύμφωνα με το φιρμάνι – δεν ήθελε να οργώσει, ή δεν ήθελε να σπείρει σωστά τον σπόρο ή γενικότερα ήθελε να ζημιώσει με κάποιον τρόπο τον ιδιοκτήτη, τότε η υπόθεση πήγαινε στο γεωργικό συμβούλιο και αν κρινόταν ένοχος, τότε του επιβαλλόταν ποινή. Το πρώτο έτος της συγκεκριμένης παράλειψης στο γεωργό επιβαλλόταν να πληρώσει κάποια αποζημίωση σχετικά επιεική, αν είχε ξανά το δεύτερο έτος την ίδια συμπεριφορά, τότε του επιβαλλόταν η συνολική αποκατάσταση της ζημιάς που προκάλεσε στον ιδιοκτήτη και τέλος αν και κατά το τρίτο έτος συνέβαινε το ίδιο, τότε και μόνο τότε ο τσιφλικάς μπορούσε να διώξει τον κολίγο από το κτήμα. Ένα ακόμη ζήτημα το οποίο διευθετήθηκε και το οποίο δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στις σχέσεις των δύο μερών ήταν αυτό της βοσκής· πλέον βάσει του άρθρου 24 ο ιδιοκτήτης ήταν υποχρεωμένος να παραχωρεί στον γεωργό ένα μέρος για να εκτρέφει τα ζώα του.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του κ. Γ. Κ. Ραδινού που εξέδωσε τον Ιούλη του 1909 στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» (Βόλος) όπου μελετάει το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο Τούρκος μπέης έβλεπε τον κολλίγα ως «συμμέτοχο» ενώ αναφέρει πως «Οι Τούρκοι ιδιοκτήται παρείχον αληθώς πολλάς ευκολίας εις τους καλλιεργητάς. Εις τας διαφόρους ανάγκας των εδεικνύοντο πάντοτε πρόθυμοι. Εις τον αυθέντην του κατέφευγεν ελευθέρως ο χωρικός, οσάκις αι αποθήκαι του, λόγω σιτοδείας, ήσαν κεναί και παρ’ αυτού εδανείζετο ατόκως, δι’ όσον καιρόν ήθελεν. Έβοσκεν ανενοχλήτως τα πρόβατα του και κατεχράτο των πάντων, κατόρθωνε δε ενίοτε και το ίμορον να μη δίδη ολόκληρον. Ούτω είχον τα πράγματα, ότε κατ’ Αύγουστον 1881 προσαρτήθη η Θεσσαλία εις την ελευθέραν Ελλάδα»9

Η ζωή των αγροτών ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Πέρα από το επισιτιστικό κομμάτι όπου οι αγρότες και οι οικογένειές τους δεν τρέφονταν επαρκώς, υπήρχαν και πολλές ασθένειες, όπως η ελονοσία· αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως πάνω από το 60% των νεογέννητων πέθαιναν «απ’ τη σπλήνα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάνης Κορδάτος10, ενώ περισσότερες από τις μισές εργάσιμες ημέρες του έτους ο αγρότης τις έχανε απ’ τον πυρετό. Οι κολίγοι υποχρεώνονταν να δουλέψουν από νωρίς το πρωί μέχρι τη δύση του ηλίου και τις επτά ημέρες της εβδομάδας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τους απαγορευόταν να κυκλοφορούν στους δρόμους μετά τη δύση του ήλιου, ενώ τους απαγόρευαν ακόμα και να παντρεύονται. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά ο ιδιοκτήτης είχε το θεσμοθετημένο «δικαίωμα της πρώτης νύχτας»11 το οποίο αφορούσε την απώλεια της παρθενίας των ανύπαντρων παρθένων κατά την την πρώτη νύχτα του γάμου του ζευγαριού. Επίσης, επιτρεπόταν οι παντρεμένες γυναίκες του τσιφλικιού να είναι στη διάθεσή του για να εκτελούν οικιακές εργασίες στον χώρο του και να ικανοποιούν και τις «ορέξεις» του. Μεγάλο πρόβλημα επίσης ήταν και οι εξώσεις με τις οποίες απειλούσαν τους καλλιεργητές – κάτι το οποίο όπως είδαμε δεν ίσχυε στην οθωμανική περίοδο – και οι οποίες θεσμοθετήθηκαν το 1899 με το νόμο «εξώσεως δυστροπούντων καλλιεργητών» της κυβέρνησης Θεοτόκη. Γενικότερα η ζωή των κολίγων ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη, κάτι το οποίο επιβεβαιώνει ο συνήγορος των τσιφλικάδων και διευθυντής της Αϊδινίου σχολής Δ. Γρηγοριάδης μιλώντας για «κατάστασιν εσχάτης αθλιότητος», ενώ παρακάτω δηλώνει πως «είναι ωχροί και κατεσκληκότες από την ένδειαν και την ταλαιπωρίαν, διότι τρέφονται με ξηρόν άρτον και με άγρια χόρτα, και κατοικούσιν εντός τρωγλών (νταμίων) ακάθαρτων, χαμηλών, υγρών και ανήλιων»12.

Πέραν όλων αυτών μεγάλο πρόβλημα δημιουργούσαν και οι πλημμύρες, λόγω της έλλειψης τεχνικών μέσων (αποξηραντικά, ποτιστικά, αντιπλημμυρικά κτλ.). Έτσι, όταν ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό, ο Θεσσαλός αγρότης και κολίγος πίστεψε πως ήρθε η ώρα που θα ελευθερωθεί και θα γίνει κυρίαρχος της ζωής του χωρίς πια να τον εκμεταλλεύονται. Με το πέρασμα στο νέο κράτος οι καλλιεργητές δεν γνώριζαν ότι το οθωμανικό κράτος πούλησε τα τσιφλίκια που προαναφέραμε στους κεφαλαιούχους, πούλησε όμως μόνο το γήμορο (συμφωνημένη ποσότητα καλλιέργειας που αντιστοιχεί στον κάθε ιδιοκτήτη) και όχι τις γαίες γιατί στο ισλαμικό δίκαιο13 δεν υπήρχε η έννοια της κυριότητας. Το Κοράνι αναφέρει πως η γη ανήκει στον Θεό και απόλυτος κύριος των γαιών – ως αντιπρόσωπος του Θεού στη γη – είναι ο Σουλτάνος, ο οποίος διαθέτει τις γαίες μεταξύ των πιστών ή άπιστων κατά βούληση μέσω διαταγμάτων. Έτσι, οι τουρκικές αρχές δεν σύναψαν συμβόλαια κυριότητας των γαιών με τους νέους ιδιοκτήτες, με αποτέλεσμα οι καινούργιοι ιδιοκτήτες της γης να μην μπορούν να αποδείξουν την καινούργια ιδιοκτησία τους. Έπρεπε λοιπόν να βρούν κάποιον τρόπο για να τα κατοχυρώσουν.

Στο σημείο αυτό καλό είναι να παραθέσουμε κάποια από τα άρθρα της «Σύμβασις περί διαρρυθμίσεως των Ελληνοτουρκικών συνόρων», η οποία- όπως προαναφέρθηκε- υπογράφηκε μεταξύ της Ελλάδος και του Οθωμανικού κράτους στις 02 Ιουλίου 1881 κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Άρτας. Στο άρθρο 4 λοιπόν αναφέρει πως «Η Ελληνική Κυβέρνησης θέλει αναγνωρίσει ταις παραχωρούμεναις χώραις το της ιδιοκτησίας δικαίωμα επί των αγροκηπίων, βοσκών, λειμώνων, νομών γρασιδοτόπων, δασών και παντός είδους γαιών, ή ακινήτων κατεχομένων υπό ιδιωτών ή κοινοτήτων, δυνάμει φιρμανίων, χοδζετίων, ταπίων και άλλων τίτλω, ή δυνάμει των οθωμανικών νόμων». Στο 3ο άρθρο ορίζει πως «Η ζωή, η περιουσία, η τιμή, η θρησκεία και τα έθιμα των κατοίκων των παραχωρουμένων τη Ελλάδι χωρών, όσοι μείνωσιν υπό την Ελληνικήν διοίκησιν, θέλουσιν είσθαι σεβαστά και απαραβίαστα, θ’ απολαύωσι δε ούτοι των αυτών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, ων και οι εκ γενετής υπήκοοι Έλληνες». Τέλος, στο άρθρο 6 ορίζει πως: «Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή ένεκα λόγου δημοσίας ανάγκης προσηκόντως βεβαιωμένης οσάκις και όπως ο νόμος ορίζει και μετά προηγουμένην δικαίαν αποζημίωσιν. Ουδείς ιδιοκτήτης δύναται να εξαναγκασθή όπως πωλήση τα κτήματα του εις τους καλλιεργητάς ή εις τρίτους, ουδέ να τοις παραχωρήσει μέρος εξ αυτών, ουδεμία δ’ επίσης τροποποίησης θέλει εισαχθή εις τας μεταξύ ιδιοκτητών και καλλιεργητών σχέσεις, ειμή διά νόμου γενικού, εφαρμοστέου καθ’ όλον το (Ελληνικόν) Βασίλειον»14.

Οι φτωχοί αγρότες όμως διεκδίκησαν την γη την οποία θεωρούσαν δική τους, αλλά βρήκαν απέναντι τους το ελληνικό κράτος: «η κυβέρνηση Τρικούπη έστειλε στη Θεσσαλία αστυνόμους και νομάρχες κοινούς παλιανθρώπους που φάνηκαν σκληρότεροι κι απ’ τους πιο χειρότερους Τούρκους. Τέτοια ήταν η πρώτη γνωριμία της θεσσαλικής αγροτιάς με το ρωμαίϊκο. Και οι κολλίγοι έτριβαν τα μάτια τους… Ο ελληνικός στρατός που τον υποδέχθηκαν με παράτες και δάκρυα σαν ελευθερωτή τους, μόνο στα ρούχα άλλαζε από τους Τούρκους. Στα φερσίματα ήταν ο ίδιος. Όπως και οι Τούρκοι βασιβουζούκοι, ζαπτιέδες και νιζάμηδες, έτσι και οι Έλληνες φαντάροι, τσολιάδες και χωροφυλάκοι προστάτευαν τον τσιφλικά και έδερναν το φτωχό αγρότη. Δεν πέρασαν μάλιστα ούτε χρόνια ούτε και μήνες, που οι Θεσσαλοί νοσταλγούσαν το τούρκικο. Οι φόροι, οι καταπιέσεις, η γραφειοκρατία, τα δέκατα κι ακόμα οι χωροφύλακες, οι εισαγγελείς και το σμήνος των δικολάβων και δικηγόρων που από την παλιά Ελλάδα, σαν πεινασμένο σκυλολόγι πλάκωσε στη Θεσσαλία, δημιούργησαν απ’ τις πρώτες μέρες την ψυχολογία της απογοήτευσης. Και η ψυχολογία αυτή επιγραμματικά εκφραζόταν έτσι: «Πούσαι καϋμένο τούρκικο, πόσο καλύτερα ήμασταν πρώτα...». Γιατί όμως τόσο γρήγορα απογοητεύτηκε ο κόσμος από το ελληνικό κράτος; γιατί οι φόροι ήταν βαρείς και από την πρώτη ώρα που πάτησε ο ελληνικός στρατός στη Θεσσαλία και στην Άρτα, άρχισαν οι καταπιέσεις και οι βασιβουζουκισμοί. Έπειτα ο ελληνικό στρατός χτύπησε την αγροτιά που γύρεψε να μπει στα τσιφλίκια, σα να είχε μπροστά του τίποτα κακούργους ληστές. Ο ελληνικός στρατός (αν και οι αξιωματικοί του και οι φαντάροι του είναι από τη σάρκα και το αίμα του λαού) με το να μην έχει συνείδηση της ιστορικής αποστολής των καταπιεζομένων και να μην ξέρει γιατί γίνεται η ταξική πάλη, βρίσκεται πάντα, όργανο τυφλό και ασυνείδητο, στο πλευρό των τσιφλικάδων και των κεφαλαιοκρατών και γι’ αυτό και χτυπάει τ’ αδέλφια του, τους εργάτες και αγρότες όταν σηκώσουν κεφάλι και ζητήσουν το δίκαιο τους και τον κλεμένο ιδρώτα τους15.

Ένας από τους πιο σκληρούς τσιφλικάδες της Θεσσαλίας ήταν ο Χρηστάκης Ζωγράφος, του οποίου οι επιστάτες σκότωναν και ξεσπίτωναν για να υλοποιηθούν τα σχέδια του αφεντικού τους. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία του βουλευτή Ν. Ταρμπάζη16 (βουλευτής Τρικάλων) στη βουλή, που καταγγέλλει πως οι επιστάτες του Ζωγράφου έφτασαν στο σημείο να φυλακίζουν κατοίκους στο χωριό Ζάρκο για να τους εκβιάσουν να δεχθούν τις αξιώσεις του αφεντικού τους. Και όταν δεν κατάφεραν να σπάσουν το ηθικό των κατοίκων, κατήγγειλαν στην αστυνομική αρχή της Λάρισας πως πέντε επιφανείς Ζαρκινοί είναι κλεπταποδόχοι και σχεδιάζουν επαναστατικά κινήματα με σκοπό να προκαλέσουν δυσάρεστα γεγονότα. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η διοίκηση της Λάρισας να στείλει έφιππους χωροφύλακες για να συλλάβουν τους συγκεκριμένους κατοίκους, αλλά και να εκδιώξουν τις οικογένειες τους από το χωριό καταστρέφοντας τα σκεύη και τα έπιπλα τους, μη δίνοντας τους διορία για να μετακομίσουν.

Ένα ακόμη γεγονός το οποίο έλαβε χώρα ξανά στο χωριό Ζάρκο και το μαθαίνουμε πάλι από την καταγγελία του βουλευτή Ν. Ταρμπάζη είναι πως την ίδια περίοδο οι χωροφύλακες συνέλαβαν τους αγροφύλακες, τους οποίους είχαν διορίσει οι κάτοικοι του χωριού- έπειτα από έγκριση του βασιλικού επιτρόπου- και τους οδήγησαν στα Τρίκαλα. Με το που έρχεται η περίοδος του θερισμού οι επιστάτες του Ζωγράφου προσλαμβάνουν εκατό ένοπλους Αρβανίτες, οι οποίοι δηλώνοντας πως είναι η καινούργια αγροφυλακή δεν επιτρέπουν στους κατοίκους να μεταφέρουν στα σπίτια τους την παραγωγή (ακόμη και τα μικρά δεμάτια). Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να επέλθει σύγκρουση μεταξύ των δύο μερών και οι καινούργιοι αγροφύλακες του Ζωγράφου ξεκινούν να πυροβολούν κατά των χωρικών. Οι αρχές βέβαια αντί να συλλάβουν τους Αρβανίτες αγροφύλακες συνέλαβαν τους καλλιεργητές και τους οδήγησαν στην εισαγγελία Τρικάλων, οι οποίοι παρόλο που στο τέλος αθωώθηκαν αναγκάστηκαν να παραμείνουν τρεις μήνες στην φυλακή και να καταστραφούν οι καρποί τους, αφού έμειναν αθέριστοι17.

Εξεγέρσεις βεβαίως είχαμε στο μεγαλύτερο κομμάτι του Θεσσαλικού κάμπου· στο Λασποχώρι (Ομόλιο) το 1905 έλαβαν χώρα αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των κολίγων και των ένοπλων μισθοφόρων του ιδιοκτήτη Χαλκιόπουλου, ενώ στην επαρχία Καρδίτσας κάθε μήνα ξέσπαγε και μία εξέγερση ενάντια στους ιδιοκτήτες ή στους ενοικιαστές των τσιφλικιών. Καταγεγραμμένα γεγονότα την ίδια περίοδο έχουμε και στο Γκερλί (Αρμένιο), στο Χατζηλαζάρ (Ξηροκρήνη), στο Χατζήμισι (Στεφανοβίκειο) και σε πολλά άλλα χωριά18. Οι προσπάθειες των αγροτών τους οδήγησαν στο να οργανωθούν και να διεκδικήσουν συλλογικά τα αιτήματά τους. Έτσι, το 1910 συγκροτείται η «Πανθεσσαλική Επιτροπή Αγώνος»19, η οποία απαριθμεί τριακόσια μέλη και η οποία στις 27 Φλεβάρη του ίδιου έτους καλεί στο μεγαλειώδες συλλαλητήριο της Καρδίτσας, στο οποίο συμμετέχουν χιλιάδες κόσμου. Στο συγκεκριμένο συλλαλητήριο ο αγρότης Χρ. Σάλτας δολοφονείται από έφιππο χωροφύλακα, σύμφωνα με τον ερευνητή Φώτη Βογιατζή20. Το ίδιο έτος έχουμε και τα γεγονότα του Κιλελέρ (06 Μαρτίου 1910). Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου είναι πως παρά την καταστολή και την τρομοκρατία από την μεριά του ελληνικού κράτους και των τσιφλικάδων, οι αγρότες συνεχίζουν να οργανώνονται και να αγωνίζονται για τα δικαιώματα τους21 για περισσότερο από 25 χρόνια γεγονός το οποίο θα τους οδηγήσει σε αρκετές κατακτήσεις.


Αναφορές σχετικά με το αγροτικό ζήτημα στην εφημερίδα «Ανεξαρτησία» κατά το έτος 1882


Στην εφημερίδα “Ανεξαρτησία” διαπιστώνεται ότι το αγροτικό ζήτημα εντείνεται κατά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο νέο ελληνικό κράτος και σε πολλές περιπτώσεις έχουμε βίαιες συγκρούσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην καταστολή των διεκδικήσεων των φτωχών αγροτών, διεκδικήσεις που έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα τους. Επίσης, γίνεται αντιληπτό πως το αγροτικό ζήτημα είναι ένα φλέγον ζήτημα, το οποίο διαρκεί πολλά χρόνια και απασχολεί καθημερινά τον τύπο και τις συνεδριάσεις της βουλής, αντίθετα με τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης Τρικούπη η οποία προσπαθεί να συσκοτίσει την κοινή γνώμη υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει αγροτικό ζήτημα.

Στις 30 Ιουνίου 1882, στο 73ο φύλλο της εφημερίδας της Λάρισας «Ανεξαρτησία» βλέπουμε την επίθεση που δέχεται ο βουλευτής Άρτας Γεώργιος Παχύς από τον συνάδελφο του βουλευτή του ίδιου νομού Κωνσταντίνο Καραπάνο για το βιβλίο που εξέδωσε σχετικά με το αγροτικό ζήτημα. Στο συγκεκριμένο έργο, ο βουλευτής προσπαθεί να αναδείξει τις αβάσιμες αξιώσεις εκείνων που θέλουν να ιδιοποιηθούν τις γαίες εξετάζοντας το ζήτημα από την ιστορική και νομική του πλευρά, με την καταγραφή των γεγονότων και την επιστημονική ερμηνεία των τουρκικών νόμων υπό το πρίσμα επιφανών νομομαθών της εποχής. Σε επόμενο φύλλο της εφημερίδας – και πιο συγκεκριμένα στις 22/08/1882 – αναφέρεται πως ο Γεώργιος Παχύς συλλαμβάνεται χωρίς ωστόσο να δίνονται περισσότερες πληροφορίες, ενώ στη συνέχεια γίνεται γνωστό πως παρά την απόφαση του συμβουλίου του πλημμελειοδικείου της Άρτας για αποφυλάκιση του βουλευτή και των συγκατηγορουμένων του (πρόταση ποινής ενός μηνός έως έξι μήνες με αναστολή) ο εισαγγελέας κ. Γονατάς ανακόπτει την συγκεκριμένη απόφαση και αναστέλλει την αποφυλάκιση.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης, στο ίδιο φύλλο, η επιστολή που έστειλαν στις 24 Ιουνίου του ίδιου έτους δεκαεννέα κάτοικοι του χωριού Κρίτζινι (Ταξιάρχες) στο νομό Τρικάλων προς τον βουλευτή Ιωάννη Μεσσηνέζη, η οποία δείχνει την κατάσταση των αγροτών. Πιο συγκεκριμένα, η επιστολή καταγγέλλει την πρόθεση του νομάρχη Τρικάλων να αρπάξει με βίαιο τρόπο την παραγωγή των αγροτών, τη στιγμή που εκκρεμεί δίκη από το εφετείο Λάρισας σχετικά με τη νομιμότητα των τίτλων ιδιοκτησίας των χωραφιών. Οι αγρότες αναφέρουν πως η κατάσταση πλέον έχει γίνει αφόρητη, γιατί οι τοπικές αρχές έχουν ξεπεράσει κάθε όριο και δεν μπορούν να υπομείνουν άλλο αυτήν την κατάσταση.

Στο φύλλο της 04 Ιουλίου 1882 συναντούμε ένα απόκομμα μιας επιστολής αναγνώστη σχετικά με το αγροτικό ζήτημα. Ο γραφών αναφέρει πως οι κάτοικοι των τσιφλικιών στον Θεσσαλικό κάμπο όχι μόνο δεν ένιωσαν κάποια ελευθερία από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας λόγω της καταπίεσης των καινούργιων ιδιοκτητών, αλλά αντιθέτως απώλεσαν και πολλά ευεργετήματα τα οποία απολάμβαναν κατά την Οθωμανική περίοδο. Αναφέρει επίσης πως ο φτωχός καλλιεργητής χρησιμοποιεί αγενείς και δουλικές εκφράσεις για να αποκαλέσει τον εαυτό του (ραγιά και σκλάβο), ενώ αντιθέτως αυτόν που κατέλαβε παράνομα τα κτήματά του τον αποκαλεί κύριο και αφέντη. Έπειτα από μία μικρή αναφορά που κάνει στην κατάσταση των Θεσσαλών χωρικών, καταλήγει στο συμπέρασμα πως εάν οι λέξεις ελεύθερος πολίτης μπορούν να χαρακτηρίσουν τους κατοίκους άλλων περιοχών της Ελλάδος, για τον Θεσσαλό χωρικό ελευθερία δεν υπάρχει.

Στο επόμενο φύλλο (07 Ιουλίου 1882) ο Δ. Μανωλάκης αναφέρεται στους τσιφλικάδες αποκαλώντας τους «σατράπηδες», οι οποίοι συγκέντρωσαν τη γη και οι δυστυχείς κάτοικοι των περιοχών αυτών έμειναν απλοί δούλοι. Σε επόμενο σημείο, αναφέρει πως ο φτωχός αγρότης αν δεν καταφέρει να εκπατριστεί προσπαθώντας να αποφύγει τη συγκεκριμένη κατάσταση, θα παραμείνει τελικά στην γενέτειρά του και θα δουλεύει με όρους ταπεινωτικούς.

Στις 21 Ιουλίου 1882 πληροφορούμαστε από τον Δ. Στεριάδη - πληρεξούσιο της ιδιοκτήτριας του τσιφλικιού Δαουκλή (Ξυνιάδα) – την πρόθεση πολυάριθμων καλλιεργητών στην περιοχή της Θεσσαλίας να καταλάβουν τα κτήματα των αφεντικών τους μέσω της δημιουργίας συλλόγου. Μέλη του συλλόγου αυτού έγιναν και μερίδα των κατοίκων του τσιφλικιού Δαουκλή, οι οποίοι προχώρησαν σε καταστροφές κτημάτων, ενώ έφτασαν και στο σημείο να καταλάβουν κάποια από αυτά. Οι συμμετέχοντες στα επεισόδια συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο ειρηνοδικείο της περιοχής, όπου τους απαγορεύθηκε οποιαδήποτε περαιτέρω διατάραξη με την απειλή μάλιστα του χρηματικού προστίμου. Παρόλα αυτά οι ίδιοι, δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν τις βίαιες ενέργειες, βρίσκοντας απέναντί τους αυτήν τη φορά τους επιστάτες του τσιφλικιού, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να τους σταματήσουν και έτσι διατάχθηκε η σύλληψη τους. Στο ίδιο χωριό22 βλέπουμε πως η διοικητική αστυνομία Δομοκού απαγορεύει αυστηρώς σε όλους τους κατοίκους την καλλιέργεια των αγρών, παρά το γεγονός ότι προσωρινά μέτρα υπάρχουν μόνο για επτά από αυτούς, ενώ άλλοι 12 κάτοικοι του ίδιου χωριού φυλακίστηκαν στις φυλακές Δομοκού τη στιγμή που οι άνθρωποι του Δ. Στεριάδη διαβεβαιώνουν τους χωρικούς πως αν υπογράψουν συμβόλαια «αποδίδοντα κυριότητα και κατοχήν είς της Χανούμην του, θα εύρωσι ησυχίαν». Πιο συγκεκριμένα η απαγόρευση ίσχυε για επτά κατοίκους, όπως προαναφέρθηκε, έπειτα από απόφαση του ειρηνοδικείου του χωριού. Στη συγκεκριμένη απόφαση ,όμως, ασκήθηκε έφεση και λόγω των καλοκαιρινών διακοπών η απόφαση εκκρεμούσε. Στη συνέχεια, την περίοδο των αλωνιών κατά τη διανομή του παραγόμενου προϊόντος δε δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα, διότι οι χωρικοί, σύμφωνα με το τι ίσχυε μέχρι τότε και βάση του τελευταίου φιρμανιού, απέδωσαν το 1/3 του παραγόμενου προϊόντος στον υπενοικιαστή. Την περίοδο όμως της καλλιέργειας των χωραφιών ο υπενοικιαστής βουλευτής Χρ. Στεριάδης23 χρησιμοποιώντας την αστυνομία απαγορεύει στους χωρικούς την καλλιέργεια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εφημερίδα «τα αστυνομικά όργανα τα διορισθέντα κατά σύστασιν του βουλευτού Στεριάδου περιέτρεχον τας οικίας των απλουστέρων χωρικών και επειθανάγκαζον τους δυστυχείς χωρικούς να υπογράψωσι συμβόλαια του Στεριάδου αποδίδοντα αυτώ κυριότητα και αποξενούντα των δικαιωμάτων των τους χωρικούς, ηπείλουν δε εις τους αρνούμενους να υπογράψωσι ότι θα σαπήσουν εις τας φυλακάς και δεν θα καλλιεργήσωσι». Ωστόσο, όταν στη 01/10/1882 οι χωρικοί (πλην των επτά) πήγαν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους, εμποδίστηκαν από τα αστυνομικά όργανα και επέστρεψαν στο χωριό διαμαρτυρόμενοι για την αυθαιρεσία της αστυνομίας, ενώ την επόμενη μέρα ακολούθησαν συμπλοκές μεταξύ των κατοίκων και των δυνάμεων του κράτους με αποτέλεσμα να έχουμε εκ νέου συλλήψεις.

Στο φύλλο της 28ης Αυγούστου 1882 συναντούμε μία επιστολή της «Βέλγικης Ανεξαρτησίας», η οποία εστάλη την 1η Αυγούστου 1882 και αναφέρεται σε διενέξεις μεταξύ μεγάλου αριθμού κατοίκων σε χωριά της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Ο αρθρογράφος ξεκινάει κάνοντας μία αναφορά στην περίπτωση των χωριών της Ηπείρου – ενώ αναφέρει πως και στα Θεσσαλικά χωριά η κατάσταση είναι όμοια. Στη συνέχεια, κάνει μία αδρομερή ιστορική αναφορά στις έγγειες σχέσεις από την εποχή της παράδοσης των περιοχών αυτών στους Οθωμανούς και την εποχή του Αλή Πασά. Μετά τον θάνατο του Αλή Πασά, οι κάτοικοι πολλών χωριών τα οποία ήταν υπό την κατοχή του κατόρθωσαν πληρώνοντας ένα χρηματικό ποσό να απαλλαγούν από την φορολογία και να μεταβληθούν σε κεφαλοχώρια. Στη συνέχεια αναφέρεται σε δύο κεφαλαιούχους – ο δεύτερος εκ των οποίων ήταν ο κ. Ζαρίφης – οι οποίοι αγόρασαν κάποια από τα χωριά που είχαν στην κατοχή τους. Ο πρώτος αγόρασε από τους κληρονόμους του Μουσταφά Πασά το έτος 1872 γαίες του θανόντα Αλή Πασά, οι οποίες μετά θάνατον πέρασαν στην Υψηλή Πύλη και η οποία με την σειρά της τις μεταβίβασε στον Μουσταφά Πασά, ενώ ο δεύτερος τα αγόρασε από το Οθωμανικό κράτος το 188024. Έπειτα, αναφέρεται στην απελευθέρωση των συγκεκριμένων περιοχών όπου οι κάτοικοι θεώρησαν πως είναι ελεύθεροι πολίτες ενός κράτους στο οποίο άπαντες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, με αποτέλεσμα να θεωρούν πως ήρθε επιτέλους η στιγμή που θα γίνουν ιδιοκτήτες των γαιών που αιώνες τώρα καλλιεργούσαν αυτοί και οι πρόγονοι τους. Έτσι, στην επαρχία της Άρτας τη στιγμή που καταλήφθηκε από τον Ελληνικό στρατό η συγκομιδή των δημητριακών έφτανε στο τέλος της και οι καλλιεργητές αρνήθηκαν να διανέμουν τη σοδειά25 στους ιδιοκτήτες τους οποίους θεωρούσαν «αγοραστάς παρανόμου φόρου», γιατί θεωρούσαν πως σύμφωνα με το σύνταγμα της Ελλάδος – της οποίας πλέον αποτελούσαν μέρος – κανένας φόρος και καμία φορολογία δεν ήταν δυνατό να επιβληθεί, αν δεν επικυρωθεί με νόμο της βουλής. Οι κεφαλαιούχοι από την μεριά τους είχαν διαφορετική άποψη και απαίτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να επέμβει για να υπερασπίσει τα συμφέροντά τους επικαλούμενοι τα άρθρα 4 και 6 της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.

Στις 05/09/1882 διαβάζουμε αναδημοσίευση είδησης από το έντυπο «Φάρος του Ολύμπου» για ένα γεγονός αστυνομικής βίας το οποίο έλαβε χώρα στο χωριό Πατουλιά του νομού Τρικάλων, όπου την περίοδο του αλωνίσματος ζήτησαν από τους ιδιοκτήτες να αφαιρέσουν τον σπόρο τον οποίο έβαλαν και έσπειραν (προφανώς εννοεί την χρηματική αξία του σπόρου) και το υπόλοιπο της συγκομιδής να το μοιραστούν από κοινού, λόγω του ότι κατά την περίοδο της σποράς η τιμή του σπόρου ήταν 75 γρόσια το κιλό και στη συνέχεια έπεσε στα 40 γρόσια ανά κιλό. Οι ιδιοκτήτες όμως δεν συμφώνησαν και έτσι δέκα νοικοκυραίοι καλλιεργητές αποφάσισαν να μεταβούν στα Τρίκαλα για να παραπονεθούν. Μόλις η αστυνομία πληροφορήθηκε την παρουσία τους στην πόλη των Τρικάλων, τους κάλεσε στο αστυνομικό τμήμα και τότε ο ένας εκ των αστυνόμων ορμά σε έναν εκ των καλλιεργητών «τον συλλαμβάνει εκ της κώμης τον ρίπτει καταγής και ανηλεώς τον έδειρε λέγων αυτώ διά των πλέον αισχρών και βαναύσων λόγων και ύβρεων να πηγαίνει αμέσως να μετρήσωσι τους σωρούς των σίτων, διότι άλλως θα το ψοφήση εις το ξύλον». Το άρθρο συνεχίζει αναφέροντας την ταραχή που προκάλεσε στην κοινωνία η αυθαίρετη και βάνδαλη αυτή πράξη εις βάρος φιλήσυχων καλλιεργητών – γεγονός το οποίο δεν είχε συμβεί κατά την περίοδο της Οθωμανικής εξουσίας. Τέλος, καταλήγει πως έργο των αρχών είναι να προστατεύουν την τιμή, την ζωή και την περιουσία των πολιτών και όχι να επεμβαίνει σε καθαρά δικαστικά αντικείμενα, να περιφρονεί τους νόμους του κράτους και να βρίζει και να δέρνει ανηλεώς τους πολίτες.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1882 διαβάζουμε στο άρθρο με τίτλο «Φωνή Θεσσαλών κολλήγων» ο αρθρογράφος να ασχολείται με το αγροτικό ζήτημα και να αναφέρει πως «(…)Η Θεσσαλία η μήτηρ του Ελληνισμού και η Εστία του αρχαίου πολιτισμού κατέστη σήμερον η χώρα της αθλιότητος και η πηγή της βαρβαρότητος.(…) Η Θεσσαλία η προσφιλής έδρα των αθάνατων θεών απέβη νυν η κατ’ εξοχήν φωλέα των καταχθόνιων θνητών. Η Θεσσαλία το θέατρον των μεγάλων πράξεων εγένετο ήδη το εργαστήριον, η φάμπρικα των αδικιών και αρπαγών». Στη συνέχεια, χωρίζει τα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου σε έξι κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία, εντάσσονται τα «πειθαναγκαστικώς εκποιηθέντα» χωριά, τα οποία κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης ήταν ελεύθερα και οι κάτοικοί τους απέδιδαν μόνο τη δεκάτη. Με το πέρασμα όμως των ετών οι χριστιανοί για να αποφύγουν τις αυθαιρεσίες και τις καταπιέσεις, οι οποίες – λόγω διαφόρων αιτιών – αυξάνονταν αναγκάστηκαν να περάσουν υπό την προστασία τοπικών βέηδων και πασάδων, αναγκάζοντάς τους να απεμπολήσουν κάποια από τα δικαιώματα τους. Στη συνέχεια, έχουμε τα βακουφικά χωριά26, τα οποία ήταν υπό την προστασία της βασιλομήτορος και τα οποία απέδιδαν ετησίως ένα μέρος της παραγωγής σίτου ή κριθάρι. Έπειτα, αναφέρονται τα «βαθμηδόν σφετερισθέντα» χωριά οι κάτοικοι των οποίων αναγκαζόταν να δώσουν σε ντόπιους Οθωμανούς ένα χρηματικό ποσό ετησίως για την προστασία τους. Το ποσό όμως αυτό με το πέρασμα των ετών αυξανόταν και «η ανάγκη καθυπέβαλε την υποχρέωσιν, η υποχρέωσις μεταβλήθη εις έθος, το έθος εγέννησε τον νόμον και ο νόμος έδωκεν αυτοίς (αναφέρεται στους ντόπιους Οθωμανούς) το δικαίωμα της κατοχής και κυριότητος». Ακολουθούν τα «καθαρώς ιδιόκτητα» χωριά, τα οποία ιδρύθηκαν τους νεότερους χρόνους είτε σε εδάφη που είχαν καταστραφεί, είτε σε ακαλλιέργητα από διάσημους Οθωμανούς, οι οποίοι προσκάλεσαν χριστιανούς κατοίκους. Τα συγκεκριμένα χωριά νομίμως παραχωρούνταν ως ιδιοκτησία στους απογόνους των ιδρυτών. Η επόμενη κατηγορία είναι τα «εθνικά» χωριά, τα οποία το Οθωμανικό κράτος, λόγω των αυξημένων αναγκών και από τη στιγμή που δεν κατέχονταν από κάποιον ιδιώτη τα οικειοποιήθηκε ως εθνική περιουσία. Η τελευταία κατηγορία είναι τα «ελεύθερα» χωριά ή «κεφαλοχώρια», των οποίων οι κάτοικοι διατήρησαν τα δικαιώματα των προγόνων τους σχετικά με τους αγρούς, τους αμπελώνες, τα ιχθυοτροφεία, τις οικίες κτλ. Στο υπόλοιπο άρθρο αναφέρονται συνοπτικά κάποια από τα έργα του Αλή πασά και ο δύστροπος και βίαιος χαρακτήρας του, ενώ το τελευταίο μέρος αφιερώνεται στην εξιστόρηση - για μία ακόμη φορά- των δεινών που υπέστησαν οι Θεσσαλοί καλλιεργητές από την περίοδο της προσάρτησης και έπειτα.

Η «άθλια και ελεεινή έτι κατάστασει» των χωρικών της Θεσσαλίας αποτυπώνεται και στο φύλλο της 17 Οκτωβρίου 1882 όπου σε μία επιστολή προς τους Θεσσαλούς βουλευτές αναφέρεται πως οι χωρικοί όχι μόνο στερούνται τους αναγκαίους υλικούς όρους διαβίωσης, αλλά δεν έχουν ούτε σπίτι διότι «ο κύριος αυτού ο ιδιοκτήτης του χωρίου εξ ιδιοτροπίας ή άλλων λόγων παρακινούμενος δύναται εν ριπή οφθαλμού ν’ αποβάλλη αυτόν της οικίας και αποστερή εν πάση στιγμή πάντων των δικαιωμάτων, ων απολαύουσιν οι λοιποί συγχωριανοί του, οι λοιποί ομογενείς του, οι ομοεθνείς του. Οικτρά όντως κατάστασις και ανάξια του ελεύθερου πολίτου!». Και συνεχίζει το άρθρο λέγοντας πως οι χωρικοί που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση είναι εκείνοι οι οποίοι αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για να διασώσουν τη θρησκεία, τη γλώσσα και το έθνος χύνοντας το αίμα τους για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αναφέρεται ακόμη και στην έλλειψη υποδομών για την αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων, όπως λιμνάζοντα ύδατα, εκχειλίσεις ποταμών, λάσπες αλλά και στις ελλιπείς υποδομές σχετικά με το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, τις γέφυρες, τους ταχυδρομικούς σταθμούς και τους τηλεγράφους. Παράλληλα, εντοπίζεται έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής και προσωπικού σε θέματα που σχετίζονται με την παιδεία και την υγειονομική περίθαλψη, όπως τα σχολεία και τα ορφανοτροφεία, τα πτωχοκομεία, τα γηροκομεία, τα βρεφοκομεία και τους γιατρούς.

1Σχετικά με την κατανομή των γαιών στη Θεσσαλία κατά την περίοδο που εξετάζουμε δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Κάποια στατιστικά μπορούμε να τα πάρουμε από τις πληροφορίες που συνέλεξε η Μεγάλη Επιτροπή η οποία δημιουργήθηκε το 1896 για να μελετήσει τα Θεσσαλικά ζητήματα και από στοιχεία τα οποία εξέδωσε το 1906 το τμήμα στατιστικής του Εμπορικού Συλλόγου Βόλου (Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, οι κολίγοι της Θεσσαλίας – μελέτη περί μόρτης, εκδόσεις τυπογραφείο εφημερίδος “Πανθεσσαλική”, Βόλος, 1906, σελ. 5-6).

2Περισσότερα στοιχεία για τον πληθυσμό της Θεσσαλίας εκείνη την περίοδο βρίσκουμε στην έρευνα της Αγγελικής Σφήκα – Θεοδοσίου όπου σύμφωνα με τις πηγές ο πληθυσμός κυμαίνεται από 293.993 κατοίκους έως περίπου 330.000, με κυρίαρχο πάντα το χριστιανικό στοιχείο (Αγγελική Σφήκα – Θεοδοσίου, Η προσάρτηση της Θεσσαλίας – η πρώτη φάση στην ενσωμάτωση μιας ελληνικής επαρχίας στο ελληνικό κράτος 1881/1885, Διδακτορική διατριβή που υποβλήθηκε στη Φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλειου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σελ. 69).

3Οι Κονιάροι ήταν κάτοικοι της επαρχίας του Ικονίου οι οποίοι μετοίκησαν στην περιοχή της Θεσσαλίας - πιθανό μεταξύ 1420 και 1456 - και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως στρατιωτική δύναμη των Οθωμανών στη νέα κατεκτημένη περιοχή.

4Η σύμβαση υπογράφηκε από τον υπουργό Α.Γ. Κουντουριώτη - πληρεξούσιο του βασιλιά της Ελλάδος - και από τον πρόεδρο του συμβουλίου του οθωμανικού κράτους Μαχμούτ Σερβέρ Πασάν - πληρεξούσιο του αυτοκράτορα των Οθωμανών.

5Λάζαρος Αρσενίου, Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους 1881 – 1993, εκδόσεις Δωδώνη, Τρίκαλα, 1994, σελ. 23.

6Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, ο. π., σελ. 59.

7«Η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι εξαιτίας του τρόπου της προσάρτησης των νέων επαρχιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της σύμβασης, τα δικαστήρια δεν είχαν αρμοδιότητα να εξετάζουν το ιστορικό της καταγωγής της ιδιοκτησίας παρά μόνο να ελέγχουν αν οι κάτοικοι είχαν νόμιμους τίτλους των οθωμανικών αρχών. Καθώς λοιπόν τα ελληνικά δικαστήρια δέχθηκαν μια “πλασματική” ισοδυναμία ανάμεσα στο δικαίωμα του tasarruf (εξουσίασης) του οθωμανικού νόμου και στην απόλυτη κυριότητα του βυζαντινορωμαϊκού αστικού δικαίου, που ίσχυε στην Ελλάδα, είχαν πλέον ισχύ όλοι οι νόμιμοι οθωμανικοί τίτλοι (Αγγελική Σφήκα – Θεοδοσίου, ο. π., σελ. 107 - 108).

8Λάζαρος Αρσενίου, ο. π., σελ. 58.

9Λάζαρος Αρσενίου, ο. π., σελ. 94.

10Γιάνης Κορδάτος, Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις 20ος αιώνας, Β’ έκδοση, Αθήνα, 1956, τόμος 12, σελ. 416.

11Το Ρέσμι Αρουσάν (φόρος Παρθενοφθορίας) ήταν φόρος ο οποίος ίσχυε από την εποχή του Βυζαντίου όπως διαπιστώνει ο γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός Leon Heuzey από την επιστολή του άρχοντα του Φαναρίου Καρδίτσας Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου (1295) ( Δ. Κ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατίαν, εκδόσεις τυπογραφείο της εφημερίδας «Θεσσαλία», Βόλος, 1912, σελ. 20 και 111).

12Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, ο. π., σελ. 94.

13Το δίκαιο του Ισλάμ ονομαζόταν Σέρι (νόμος) ή Σέρι Σερίφ (ιερός νόμος) και αποτελούσε την ιερή πηγή από την οποία απορρέουν όλες οι νομοθεσίες όλων των Μωαμεθανικών κρατών, άρα και του Οθωμανικού (Δ. Κ. Τσοποτός, ο., π., σελ. 48 – 50).

14Αγγελική Σφήκα – Θεοδοσίου, ο. π., σελ. 239 - 244.

15Γιάνης Κορδάτος, ο. π., σελ. 418.

16Πρακτικά των συνεδριάσεων της βουλής της Β’ Συνόδου της Θ’ Βουλευτικής περιόδου 05/03/1883.

17Οι περιπτώσεις βίαιης εκμετάλλευσης των κατοίκων από τους καινούργιους ιδιοκτήτες είναι αμέτρητες, εδώ όμως αρκούμαστε να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες.

18Αξίζει εδώ να σημειωθεί η εξέγερση στο χωρίο του νομού Τρικάλων Σκλάταινα (Ρίζωμα) το φθινόπωρο του 1881 όπου οι κάτοικοι κατέλαβαν το τσιφλίκι του Μουσούρου πασά ενώ το 24ο σύνταγμα πεζικού που εστάλη για την καταστολή της εξέγερσης τελικά συντάχθηκε με το μέρος των εξεγερμένων (Λάζαρος Αρσενίου, ο.π., σελ. 34).

19Ήδη από το 1904 έχουμε την ίδρυση του «Θεσσαλικού Γεωργικού Συλλόγου» στη Λάρισα, το 1906 την ίδρυση του «Γεωργικού Συνδέσμου» στα Τρίκαλα, το 1907 τον «Πανθεσσαλικό Σύλλογο» και το «Κοινό των Θεσσαλών», το 1908 την «Ένωση των πληρεξουσίων της κοινότητας Κοσκινά» και το 1909 τον «Γεωργικό Πεδινό Σύνδεσμο» στην Καρδίτσα (Παύλος Ριζαργιώτης, Τσιφλικάδες και κολίγοι, Ριζοσπάστης 28/10/2010, σελ. 11 – 15).

20Λάζαρος Αρσενίου, ο.π., σελ. 226.

21Σκληροί εκμεταλλευτές των – πλέον - Ελλήνων Θεσσαλών αγροτών ήταν οι ίδιοι οι Έλληνες ιδιοκτήτες κάτι το οποίο είναι δηλωτικό του γεγονότος πως η αστική αντίληψη πάνω στο εθνικό ζήτημα δεν έχει σκοπό την επιστημονική προσέγγιση του συγκεκριμένου φαινομένου αλλά τη συσκότιση και την αποδοχή της θέσης του εκμεταλλευομένου απέναντι στον εκμεταλλευτή το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.

22Βλέπε: Ανεξαρτησία 07/10/1882, σελ. 2/ ο. π. 14/10/1882, σελ. 3/ ο. π. 17/10/1882 σελ. 2.

23Στο φύλλο της 21ης Ιουλίου αναφέρεται ο Δ. Στεριάδης ως πληρεξούσιος της ιδιοκτήτριας του τσιφλικιού και στις 17 Ιουλίου φαίνεται να παρουσιάζεται ως υπενοικιαστής του βακουφικού χωριού ο βουλευτής Χρ. Στεριάδης. Το αναφέρουμε αυτό γιατί δεν καταφέραμε να ερευνήσουμε αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.

24Εδώ βλέπουμε πως αγοραπωλησίες γαιών γινόταν πολύ πριν την προσάρτηση των περιοχών αυτών στην Ελλάδα.

25Το σύνολο του εξεγερμένου πληθυσμού σύμφωνα με το άρθρο κυμαίνεται μεταξύ 180.000 και 200.000 κατοίκων.

26Βλέπε: Γιώργος Σαϊτάνης, Ο θεσμός των κοινοτήτων την οθωμανική περίοδο και κάποιες εφαρμογές στην περιοχή της Αν. Θεσσαλίας, Λάρισα, Φθινόπωρο 2021, σελ.83.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

23 Φλεβάρη 1943 - Ίδρυση της Ε.Π.Ο.Ν.

Στις 23 Φλεβάρη 1943 σε ένα σπίτι στην οδό Δουκίσσης Πλακεντίας 3, στους Αμπελόκηπους ιδρύεται η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η θρυλική Ε.Π.Ο.Ν (1). Η Ε.Π.Ο.Ν. προήλθε από την αυτοδιάλυση και συνένωση όλων των αντιστασιακών – απελευθερωτικών οργανώσεων της ελληνικής νεολαίας οι οποίες προηγουμένως είχαν προσχωρήσει στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Νέων (Ε.Α.Μ.Ν.). Το καταστατικό της οργάνωσης καταρτίστηκε και κυκλοφόρησε σε ειδική παράνομη έκδοση της εφημερίδας της Ε.Π.Ο.Ν. «Νέα Γενιά» τον Απρίλιο του 1943 και αποτελείται από 12 άρθρα σημαντικότερα των οποίων είναι τα ακόλουθα τα οποία αναφέρουν πως βασικοί σκοποί της Ε.Π.Ο.Ν. είναι:


1. Η εθνική απελευθέρωση με βάση την ακεραιότητα της Ελλάδας.

2. Η εξόντωση του φασισμού τώρα και στο μέλλον, και με οποιανδήποτε μορφή και αν παρουσιαστεί. Αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας έτσι που όλες οι εξουσίες να απορρέουν από την κυρίαρχη θέληση του λαού και της νέας γενιάς.

3. Η καταπολέμηση των ιμπεριαλιστικών πολέμων και η υπεράσπιση της ειρήνης με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και της αδερφικής συνεργασίας όλων των λαών και των νεολαιών και ειδικά της Βαλκανικής.

4. Η υπεράσπιση των οικονομικών, πολιτικών, εκπολιτιστικών και μορφωτικών δικαιωμάτων και επιδιώξεων της νέας γενιάς. (2)


Πολύ μεγάλη ήταν η συμβολή της Ε.Π.Ο.Ν. και στον ένοπλο αγώνα. Οι πρώτοι αντάρτες που αποτέλεσαν την πρώτη επονίτικη ομάδα ήταν 16 άνθρωποι και την ώρα της απελευθέρωσης αντάρτες στον Ε.Λ.Α.Σ., μέλη και στελέχη της ΕΠΟΝ έφτασαν τους 35.000. Πάνω από 8.000 επίλεκτοι επονίτες αντάρτες πολέμησαν τους Ιταλούς, τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους κατακτητές μέσα από τις γραμμές 200 υποδειγματικών στρατιωτικών σχηματισμών της Ε.Π.Ο.Ν. Πέραν των 8.000 που προαναφέραμε άλλα 27.000 μέλη και στελέχη της Ε.Π.Ο.Ν. πολέμησαν μέσα από άλλους σχηματισμούς του Ε.Λ.Α.Σ. Οι αντάρτικες μονάδες της Ε.Π.Ο.Ν. πήραν μέρος σε 430 μάχες και συγκρούσεις με 1.300 θύματα. Επίσης πολύ σημαντική δουλειά έγινε και στις μεγάλες πόλεις όπου οι μαχητές της Ε.Π.Ο.Ν. δώσανε σκληρές μάχες με τους Γερμανούς και τα τάγματα ασφαλείας, ιδίως στις λαϊκές γειτονιές. Χαρακτηριστικό είναι το ότι πολύ πριν την απελευθέρωση ολόκληρα διαμερίσματα της Αθήνας και των περιχώρων ήταν ελεύθερα στα οποία υπήρχαν φρουραρχεία του ΕΛΑΣ και δεν τολμούσε να πατήσει Γερμανός ή προδότης.

Πέραν των μαζικών κινητοποιήσεων και των διαδηλώσεων η δράση των μελών της Ε.Π.Ο.Ν. ήταν καθαριστική και στις απεργίες και τα σαμποτάζ. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις της ανατίναξης ενός γερμανικού καραβιού από επονίτη αντάρτη, της μείωσης της παραγωγής σε εργοστάσιο της FORD όπου κατασκευαζόταν κινητήρες για τα γερμανικά αεροπλάνα από 6 σε 2 ημερησίως, η καταστροφή δεκάδων κινητήρων στο εργοστάσιο Μαλτσινιώτη και η συμβολή των αγωνιστών της Ε.Π.Ο.Ν. στην οριστική εγκατάλειψη των πολεμικών εργοστασίων από τους εργάτες εκμηδενίζοντας έτσι τη γερμανική παραγωγή.

Εντυπωσιακό ήταν και το γιγαντιαίο εκπολιτιστικό έργο της Ε.Π.Ο.Ν.

- Αγωνίστηκε σκληρά για τη μόρφωση της νεολαίας. Άνοιξε και λειτούργησε σχολεία τα οποία οι κατακτητές τα είχαν μετατρέψει σε αχούρια, σε στρατώνες και σε φυλακές. Κατάφερε να ανοίξει και να λειτουργήσει κάποια ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ενώ στην ύπαιθρο - με τη βοήθεια των θεσμών αυτοδιοίκησης - άνοιξαν τα περισσότερα σχολεία με δασκάλους πολλές φορές επονίτες. Στα καμένα χωριά στην Πελοπόννησο έχτισαν καινούργια σχολεία, ενώ δημιούργησαν και αγροτικές σχολές (3 στη Ρούμελη, 2 στη Θεσσαλία).

- Με τη συνεργασία των πιο φωτισμένων παιδαγωγών της χώρας μελέτησε ολόκληρο το εκπαιδευτικό πρόβλημα της χώρας και ετοίμασε αναλυτικές θέσεις και πρόγραμμα που άρχισε να μπαίνει σε εφαρμογή από την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.)

- Δημιούργησε εκατοντάδες θέατρα σε όλη την Ελλάδα, χορωδίες νέων, θεατρικούς ομίλους, εκπολιτιστικά συνεργεία μέχρι το τελευταίο ορεινό χωριουδάκι.

- Χιλιάδες επονίτες και επονίτισσες δούλεψαν για την ανοικοδόμηση των χωριών, των δρόμων και των γεφυριών, συμμετείχαν στις αναδασώσεις και στην καταπολέμηση των λοιμωδών νόσων κ.α.

-Επίσης ασχολήθηκαν και με το κομμάτι του αθλητισμού όπου και ιδρύθηκαν εκατοντάδες αθλητικές ομάδες.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε στους αγώνες για τη ζωή των νέων και των παιδιών. «Κάθε παιδί και κάθε νέος, που πεθαίνει της πείνας είναι και μία νίκη του εχθρού» βροντοφώναξε η Ε.Π.Ο.Ν. Έτσι λοιπόν οργάνωσε συσσίτια για τους σπουδαστές, για τους μαθητές και για μαθητές επαγγελματικών σχολών, όπως και ορισμένους κλάδους νέων εργαζομένων. Παράλληλα οργάνωσε εκατοντάδες κινητοποιήσεις για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των νέων. Λειτούργησε λαϊκά ιατρεία στην ύπαιθρο, ταμεία σπουδαστών και συνεταιρισμούς στις πόλεις, επιτροπές προστασίας νεότητος. Τέλος αγωνίστηκε για το γάλα των μικρών παιδιών, για σχολικά και εξωσχολικά συσσίτια, ενώ στην ύπαιθρο σε συνεργασία με την Εθνική Αλληλεγγύη και τους θεσμούς λαϊκής αυτοδιοίκησης λειτούργησαν εκατοντάδες παιδικοί σταθμοί στους οποίους δεκάδες χιλιάδες γυμνά και πεινασμένα παιδάκια βρήκαν θαλπωρή.

Κλείνοντας θα θέλαμε να αναφέρουμε πως η συμβολή των αντιστασιακών οργανώσεων στη ζωή των απλών ανθρώπων ήταν τεράστια γιατί πέρα από τις διαπιστώσεις των προβλημάτων τους έδειξε τη λύση, τους βοήθησε στο να μάθουν να μάχονται και να αγωνίζονται για τη ζωή τους και τους ενέπνευσε με μία ρεαλιστική αισιοδοξία.


(1) Το συγκεκριμένο σπίτι ήταν η κατοικία του δάσκαλου Παναγή Δημητράτου, ιδρυτικό μέλος του Σ.Ε.Κ.Ε. ο οποίος εκτελέστηκε από τους ναζί τον Απρίλιο του 1944.

(2) Πέτρος Ανταίος, Συμβολή στην ιστορία της Ε.Π.Ο.Ν., εκδόσεις Θ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1979, τόμος Α2, σελ. 419.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου

Το βράδυ της 25ης προς 26 του Νοέμβρη 1942 έλαβε χώρα η επιχείρηση της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου, το πρώτο μεγάλο σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη. Αποτέλεσμα της ανατίναξης ήταν να διακοπεί για έξι εβδομάδες η μόνη σιδηροδρομική γραμμή προς το λιμάνι του Πειραιά στερώντας πολύτιμα εφόδια για τις δυνάμεις του στρατάρχη Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική σε μία πολύ κρίσιμη περίοδο καθώς οι δυνάμεις των συμμάχων έδιναν τη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Στην επιχείρηση συμμετείχαν 150 αντάρτες του ΕΛΑΣ, 60 του ΕΔΕΣ και 12 Άγγλοι σαμποτέρ. Οι συγκεκριμένες δυνάμει έδωσαν μία πολύ σκληρή μάχη για την εξουδετέρωση της ιταλικής φρουράς , ώστε να δοθεί ο κατάλληλος χρόνος στους τεχνικούς για την τοποθέτηση των εκρηκτικών μηχανισμών.

Την περίοδο που ακολούθησε την έκρηξη, η αγγλική πλευρά πιστή στον πρωταρχικό της στόχο ,αυτόν της υποβάθμισης και αποδυνάμωσης του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ προς όφελος των σκοπών της, προσπάθησε για μία ακόμα φορά να ενσωματώσει τη μεγάλη ανάπτυξη του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος, του οποίου ηγούταν το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Πιο συγκεκριμένα την ημέρα της επιτυχίας καθώς ήταν παρευρισκόμενοι στο σχολείο της Μακρακώμης οι συντελεστές της επιχείρησης, ο συνταγματάρχης Έντυ Μάγιερς δηλώνει στους αγωνιστές αντάρτες πως «αυτή είναι η πρώτη, αλλά όχι και η τελευταία κοινή μας επιχείρηση. Μόνο που χρειάζεται πιο στενή συνεργασία και στρατιωτική πειθαρχία σε ένα κέντρο – στο ΣΜΑ (Στρατηγείο Μέσης Ανατολής). Όλες οι διάμεσες καθοδηγήσεις και πολιτικές επεμβάσεις πρέπει να λείψουν». Η υποταγή όλων των ανταρτών στο ΣΜΑ χωρίς την ανάμειξη πολιτικών οργανώσεων θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο αν πειθόταν ο ΕΛΑΣ, γεγονός το οποίο δεν συνέβη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως τη στιγμή που οι αγωνιστές των δύο οργανώσεων συνεργαζόταν, αξιωματικοί του ΕΔΕΣ υπονόμευαν την ενότητα των γραμμών του ΕΛΑΣ και προσπαθούσαν να αποσπάσουν στελέχη του διοργανώνοντας λιποταξίες. Χαρακτηριστικές επίσης είναι οι περιπτώσεις του Μάγιερς, ο οποίος απροκάλυπτα προτείνει στον Άρη Βελουχιώτη να προσχωρήσει στα τμήματα του ΕΔΕΣ και του Δ. Δημητρίου (Νικηφόρου),ο οποίος απορρίπτει την ίδια πρόταση από τον συνάδελφο του Σωτήρη Παπαχρήστου, μέλος του ΕΔΕΣ και ο οποίος για να ασκήσει πίεση χρησιμοποίησε το επιχείρημα πως οι Άγγλοι «δεν βλέπουν με καλό μάτι τον ΕΛΑΣ» (1).

Τις ώρες που ακολούθησαν την έκρηξη το βρετανικό ραδιόφωνο BBC ανακοινώνει θριαμβευτικά την επιτυχημένη επιχείρηση αποδίδοντας το κατόρθωμα στους αντάρτες του ΕΔΕΣ και τους Άγγλους σαμποτέρ, παραλείποντας να αναφέρει τη συμμετοχή του ΕΛΑΣ! Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως εδώ έχουμε μία ευθεία σύγκρουση συμφερόντων· των αποικιοκρατικών επιδιώξεων και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Η στάση αυτή των Άγγλων προκάλεσε αρνητικά σχόλια και έτσι για να σώσουν την κατάσταση προτείνουν στον Άρη Βελουχιώτη να παρασημοφορηθεί από τον βασιλιά της Αγγλίας, πρόταση την οποία ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ αρνείται (2).

Ανέκαθεν η κυρίαρχη αφήγηση προσπαθούσε να αναδείξει την επιχείρηση της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου σε κορυφαίο γεγονός εθνικής ενότητας στο πλαίσιο της υποτιθέμενης εθνικής συμφιλίωσης. Μελετώντας διαλεκτικά την ιστορία συμπεραίνουμε πως η συγκεκριμένη εθνική συμφιλίωση έχει σαν σκοπό να εξαφανίσει οποιοδήποτε ηρωικό κατόρθωμα του λαού, να νομιμοποιήσει τους επιγόνους των νικητών του εμφυλίου πολέμου και γενικότερα να μας κάνει να θεωρήσουμε ως κανονικότητα τις καταστάσεις που βιώνουμε καθημερινά και που θα συνεχίσουμε να βιώνουμε καθώς οι αντιφάσεις του καπιταλισμού οξύνονται.


(1) Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, Γ’ έκδοση, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα, 1983, τόμος Α’, σελ. 380 - 381.

(2) ό. π., σελ. 383.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Ο θεσμός των κοινοτήτων την οθωμανική περίοδο και κάποιες εφαρμογές στην περιοχή της Αν. Θεσσαλίας


Η κατάκτηση του σημερινού ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς ξεκίνησε από τον 15ο αιώνα και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 18ου. Το σύστημα διακυβέρνησης που καθιερώθηκε βασίστηκε στην αρχή του Ισλαμικού νόμου1 σύμφωνα με τον οποίο αναγνωριζόταν κάποια προνόμια στους πληθυσμούς οι οποίοι υποτάχθηκαν χωρίς αντίσταση και είχαν μία ευνοϊκότερη μεταχείριση, σε αντίθεση με τις περιοχές οι οποίες αντιστάθηκαν και κατακτήθηκαν έπειτα από πόλεμο (δορυάλωτες). Τα προνόμια αυτά διατηρήθηκαν στις περιοχές της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και μετά την επανάσταση του 1821 και αφορούσαν το δικαίωμα του καθενός στη ζωή και την περιουσία, ενώ επιτρεπόταν και η ελεύθερη λατρεία της θρησκείας2. Οι παραχωρήσεις αυτές του οθωμανικού κράτους στους συγκεκριμένους πληθυσμούς οδήγησαν στην ανάδυση του θεσμού των κοινοτήτων και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αφού εξασφάλιζαν κάποιο ποσοστό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Ο συγκεκριμένος θεσμός είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από περιοχή σε περιοχή και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε ένα ενιαίο και ομοιόμορφο κανονιστικό σύστημα αυτοδιοίκησης, αλλά σε διαφορετικά μεταξύ τους συστήματα τα οποία διέφεραν από τόπο σε τόπο. Η μορφή εφαρμογής της αυτοδιοίκησης σε κάθε κοινοτική ενότητα επηρεαζόταν από πολλούς παράγοντες οι οποίοι είχαν να κάνουν με την αλλαγή νομικών μεταβολών του κράτους και τον τρόπο κατάκτησης (αντίσταση-χωρίς αντίσταση), τη γεωγραφική θέση της κάθε κοινότητας (πεδινη-ορεινή), το μέγεθος του πληθυσμού, την ιδιαίτερη οικονομική παραγωγή ενός τόπου και του επικρατούντος καθεστώτος της έγγειας κτήσης3.

Κοινό γνώρισμα των περισσοτέρων κοινοτήτων ήταν πως την ημέρα του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου)4, οι κάτοικοι της κοινότητας συγκεντρώνονταν στην κεντρική εκκλησία ή στην πλατεία του χωριού και εξέλεγαν τους προεστούς «διά επιφωνήσεως» μεταξύ των φορολογούμενων μελών της κοινότητας και όχι διαμέσου ψηφοφορίας. Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων κοινοτήτων είχαν το δικαίωμα να ανακαλέσουν την ψήφο τους και να απαλλάξουν τον εκλεγμένο, έπειτα από μία διαδικασία εξονυχιστικού ελέγχου5. Συνήθως, εκλέγονταν τα μέλη των πιο παλιών και ευκατάστατων οικογενειών και σε αρκετές περιπτώσεις - λόγω της επιρροής τους - έμεναν στην συγκεκριμένη θέση ισοβίως καταφέρνοντας να αναβάλλουν τις επόμενες εκλογές είτε καταχρηστικά, είτε ύστερα από συναίνεση των κατοίκων6. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως η εκλογή δεν γινόταν με ελεύθερες και δημοκρατικές διαδικασίες και «[…] οι προεστώτες εξελέγοντο μεν παρά του λαού, αλλ’ ήρχον οι διά ξυλοκοπημάτων νικηταί […]7». Σε κάποια μέρη εμφανίστηκαν και «κόμματα», δηλαδή, αντίπαλες συσπειρωμένες ομάδες με διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, όπως στο Πήλιο

Σχετικά με την θέση των προεστών υπάρχουν αναφορές πως ήταν έμμισθη, ενώ οι αρμοδιότητες αυτών ήταν: η διακυβέρνηση του χωριού, η είσπραξη των φόρων και η διαχείριση των οικονομικών της κοινότητας, η αστυνόμευση και ο διορισμός αγροφυλάκων, η εκτέλεση των εντολών του οθωμανικού κράτους, η ανάληψη δικαστικών αρμοδιοτήτων, η επίβλεψη των εκκλησιαστικών επιτρόπων και τέλος η εκπροσώπηση της κοινότητας στο οθωμανικό κράτος. Η θέση των προεστών σε αρκετές περιπτώσεις εγκυμονούσε κινδύνους λόγω του ότι ήταν εκτεθειμένοι στην τυραννική βαρβαρότητα και στην απληστία των οθωμανικών αρχών, ενώ υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου προεστοί πλήρωσαν το αξίωμά τους με την ζωή τους ή με δήμευση της περιουσίας τους8. Στην διοίκηση της κοινότητας συμμετείχε και ένα συμβούλιο προκρίτων πολιτών, οι οποίοι περιστοίχιζαν τους προεστούς και είχαν το δικαίωμα να συγκαλέσουν γενική συνέλευση των κατοίκων για ζητήματα τα οποία θεωρούταν σημαντικά. Οι προεστοί στα καθήκοντά τους είχαν και τη βοήθεια των γραμματικών οι οποίοι ήταν έμμισθοι κοινοτικοί υπάλληλοι και κάποιες φορές αναλάμβαναν και την είσπραξη των φόρων9.

Σχετικά με την επιβολή και είσπραξη των φόρων οι περιοχές οι οποίες εξετάζουμε εντάσσονται στην κατηγορία των κατανεμημένων φόρων (Χαράτσι Μουκασέμ), σύμφωνα με την οποία οριζόταν εκ των προτέρων από το οθωμανικό κράτος το συνολικό ποσό της φορολογίας που θα πλήρωνε η κάθε επαρχία. Η διοίκηση της κάθε επαρχίας διένεμε αναλογικώς τη φορολογία στην κάθε κοινότητα και στον εκπρόσωπο αυτής (προεστοί), οι οποίοι με την σειρά τους ήταν υπεύθυνοι για την συγκομιδή της φορολογίας. Η διανομή των φόρων στα μέλη της κοινότητας γινόταν ανάλογα με την έκταση των κτημάτων, που ήταν στην εκμετάλλευση του κάθε κάτοικου και ανάλογα με την γενικότερη φορολογική δυνατότητα αυτού, με αποτέλεσμα στους πιο ευκατάστατους κατοίκους να αναλογεί μεγαλύτερο μερίδιο10. Όπως θα δούμε όμως παρακάτω, η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική. Όπως επισημαίνει και ο συντηρητικός ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, οι άρχοντες ή οι κοτζαμπάσηδες κάθε τόπου εκμεταλλεύονταν τη θέση τους και επιβάρυναν με μεγαλύτερο ποσό φόρου τους φτωχότερους και κοινωνικά αδύναμους πληθυσμούς από αυτό που τους αναλογούσε, με αποτέλεσμα η λέξη κοτζάμπασης να γίνεται συνώνυμη με τον θρασύ, τον βάναυσο και αυτόν που προσπαθεί να επιβληθεί διά της βίας. Επίσης, πολλοί απ’ αυτούς ήταν τοκογλύφοι και χρησιμοποιούσαν την θέση τους για να απομυζήσουν τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού και να πλουτίζουν εις βάρος τους. Πολλές είναι, εξάλλου, οι περιπτώσεις όπου φτωχοί χωρικοί με αναφορές τους στην Πύλη ζητούσαν προστασία από τους τοπικούς άρχοντες11.


ΠΗΛΙΟ - Ο θεσμός των κοινοτήτων στην περιοχή του Πηλίου


Στην περιοχή του Πηλίου ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα από το 161512, φαίνεται να έχουμε περιπτώσεις γαιών των οποίων η πρόσοδος παραχωρείται προς εκμετάλλευση σε Οθωμανούς μεγιστάνες (Χάσια) ή σε ευαγή ιδρύματα (Βακούφια).

Τα Χάσια ήταν περιοχές ή χωριά των οποίων οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να φορολογούνται και πέραν της φορολογίας να δίνουν δοσίματα στον τοπικό τιμαριούχο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε οθωμανικού κώδικα (κανουνναμέ). Οι τιμαριούχοι – οι οποίοι συνήθως ήταν σπαχήδες (οθωμανικό ιππικό) – καρπώνονταν την φορολογία του τιμαρίου που τους αναλογούσε σε αναγνώριση των στρατιωτικών υπηρεσιών τους και τους χορηγούταν αστυνομική εξουσία και επικυριαρχικά δικαιώματα επί των χωρικών. Οι τιμαριούχοι, επειδή ήταν στρατιωτικοί και όχι γεωργοί, παραχωρούσαν με τη μορφή παρακαταθήκης την καλλιέργεια της γης στους ραγιάδες, οι οποίοι είχαν σαν υποχρέωση να καταβάλουν την ανάλογη φορολογία (δεκάτη13), ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η διατήρηση του στρατιωτικού μηχανισμού αυτών14. Η διοίκηση των συγκεκριμένων περιοχών γινόταν από τους τιμαριούχους σε συνεργασία με τους κοτζαμπάσηδες.

Τα Βακούφια ήταν γαίες των οποίων η υψηλή κυριότητα της ιδιοκτησίας παραχωρούταν σε ευαγή ιδρύματα (πτωχοκομεία, ιεροδιδασκαλεία κτλ.) έναντι ενός εικονικού τιμήματος (ιτζαρέ), το οποίο συνήθως κυμαινόταν από 10% μέχρι 15% της πραγματικής τους αξίας ή έναντι της καταβολής ισόβιας σύνταξης στον ιδιοκτήτη και στους απευθείας απογόνους του15. Οι κάτοικοι των βακουφιών ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν ετησίως έναν φόρο, ο οποίος ονομαζόταν «γαλατερό» και αποσκοπούσε στην εξασφάλιση των δαπανών του θηλασμού και της διατροφής της βασιλομήτορος, ενώ υπήρχαν και άλλοι φόροι οι οποίοι προορίζονταν για τις δύο ιερές πόλεις, τη Μέκκα και τη Μεδίνα16. Στα Βακούφια διοριζόταν από το οθωμανικό κράτος ένας έπαρχος ο οποίος ονομαζόταν μποσταντζής ή βοϊβόντας17, ενώ οι Οθωμανοί δεν είχαν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στις περιοχές αυτές. Έτσι, παρεχόταν μεγαλύτερη αυτονομία στους γηγενείς πληθυσμούς, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μία μορφή αυτοδιοίκησης εντός των συγκεκριμένων κοινοτήτων.

Σημαντικό κομμάτι για τη ζωή των κατοίκων του Πηλίου ήταν η φορολογία. Ο μηχανισμός επιβολής και είσπραξης της φορολογίας με τη μορφή των κατανεμημένων φόρων (Χαράτσι Μουκασέμ) ίσχυε και στην περιοχή των κοινοτήτων του Πηλίου. Το ύψος της κτηματικής εκμετάλλευσης του κάθε κάτοικου ήταν καταγεγραμμένο στο γενικό κτηματολόγιο (μάνναν) και βάση του γενικού κτηματολογίου συνέτασσαν κάθε χρόνο οι προεστοί το «ενιαύσιον δεφτέρι». Για τη σύνταξη του γενικού κτηματολογίου υπεύθυνοι ήταν οι «εκτιμηταί», οι οποίοι διορίζονταν κάθε επτά χρόνια με τον τρόπο που διορίζονταν και οι προεστοί και η επιλογή αυτών γινόταν μεταξύ των πιο ευυπόληπτων και ειδημόνων κατοίκων. Ταμίας οριζόταν ένας εκ των προεστών της κοινότητας, τον οποίο συνήθως αποκαλούσαν σακούλα.18.

Μεταξύ των κατοίκων των κοινοτήτων του Πήλιου είχαν αναπτυχθεί μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις19 και υπεύθυνοι γι’ αυτήν την κατάσταση ήταν κυρίως οι προεστοί, οι οποίοι εκμεταλλευόταν τον λαό και τον οδηγούσαν να ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης. Στο κομμάτι της φορολογίας λειτουργούσαν εις βάρος των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων βάζοντάς τους περισσότερους φόρους από αυτούς που μπορούσαν να πληρώσουν, ενώ ταυτόχρονα τους χρησιμοποιούσαν για διάφορες αγγαρείες, όπως το να φτιάξουν δρόμους για τη μεταφορά των προϊόντων των προεστών στις αποθήκες ή στο παζάρι, ή το να δημιουργήσουν αυλάκια για την μεταφορά του νερού και το πότισμα των χωραφιών των τελευταίων. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, οι υπόδουλοι πληθυσμοί δηλώνουν την πρόθεση να εγκαταλείψουν τον τόπο διαμονής τους, λόγω της φορολογικής καταπίεσης20.

Οι προεστοί, επίσης, εκτελούσαν και χρέη δικαστή όντας υπεύθυνοι να λύσουν τις διαφορές που δημιουργούνταν μεταξύ των κατοίκων, αλλά συνήθως δικαίωναν τους ισχυρούς ή εκείνους οι οποίοι είχαν κάποιον ισχυρό προστάτη. Οι περιπτώσεις τιμωρίας ήταν πολύ σκληρές και χαρακτηριστικό είναι πως τιμωρούσαν τις μικροκλοπές χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της φάλαγγας, ενώ τα ζητήματα ηθικής των γυναικών τιμωρούνταν με την μέθοδο της διαπόμπευσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι οι φτωχότεροι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών δεν είχαν το δικαίωμα να καθίσουν στα καφενεία στα οποία κάθονταν οι προεστοί, ενώ αν κάποιος φτωχός τη στιγμή που καβαλίκευε το μουλάρι του συναντούσε κάποιον προεστό θα έπρεπε να κατεβεί και να παραμερίσει για να περάσει ο προεστός. Επίσης, οι κάτοικοι των κατώτερων τάξεων δεν επιτρεπόταν να προσεγγίσουν το αρχονταρίκι21, εκτός αν είχαν κάποια δουλειά (όπως το να παραπονεθούν για κάποια υπόθεση κλπ..) και σε αυτήν την περίπτωση έπρεπε να βγάλουν στην είσοδο τα παπούτσια τους και να υποκλιθούν (τεμενά) στους προεστούς κατά το οθωμανικό σύστημα.

Στα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην περιοχή του Πηλίου επέφερε αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις και έτσι άρχισαν σιγά σιγά οι κοινότητες να χωρίζονται σε τάξεις. Οι τάξεις αυτές ήταν τρεις: οι μεγάλοι νοικοκυραίοι (μεγαλοκτηματίες, πραγματευτάδες, βιοτέχνες), οι μεσαίοι (μεσαίοι αγρότες, μαστόροι) και η τρίτη τάξη (κερατζήδες – αγωγιάτες, εργάτες – σκαφτιάδες, μικροϊδιοκτήτες)22. Όπως σε κάθε ταξική κοινωνία, έτσι και στην περίπτωση των πηλιορείτικων κοινοτήτων αναπτύχθηκαν κοινωνικές αντιθέσεις, οι οποίες οδήγησαν στην ταξική πάλη, με αποτέλεσμα η εξουσία των προεστών να κλονίζεται. Οι τελευταίοι για να κρατήσουν την κοινωνική τους θέση ανέπτυξαν ιδιαίτερες σχέσεις με τον οθωμανό βοϊβόντα και ξεκίνησαν τις ραδιουργίες για να καταστρέψουν τους αντιπάλους τους. Επίσης, ξεκίνησαν να προσεγγίζουν και να εξαγοράζουν χωρικούς23, με σκοπό να δημιουργήσουν την δική τους αστυνομία (μπράβοι, κούτσαβοι, κουτσαβάκια) και να τρομοκρατούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Επειδή η κατάσταση όμως ξέφυγε, και πέρα από τις φασαρίες έχουμε και περιπτώσεις δολοφονιών, από το 1815 και έπειτα σε αρκετές κοινότητες αποφασίστηκε μαζί με τους προεστούς να εκλέγεται και ένας αστυνόμος, ο λεγόμενος ζαμπίτης24.



ΡΑΨΑΝΗ – Από το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου Ραψάνης25


Στην πάνω συνοικία του χωριού Ραψάνη βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Στον συγκεκριμένο ναό έχει ανακαλυφθεί ένας χειρόγραφος κώδικας ο οποίος περιέχει οικονομικές καταγραφές από το 1778 μέχρι το 1889. Το περιεχόμενο των καταγραφών αφορά την κοινωνικό-οικονομική ζωή της συγκεκριμένης συνοικίας ενώ βρίσκουμε και πληροφορίες για την φορολογία της κοινότητας, ενθυμίσεις και καταγραφές για τα εκκλησιαστικά σκεύη και πληροφορίες για τους λογαριασμούς των επιτρόπων του ναού.

Οι φόροι του δημοσίου, σύμφωνα με το τότε διανεμητικό σύστημα καθορίζονταν για κάθε κοινότητα (φορολογική μονάδα) από τους οθωμανούς, με βάση ένα ειδικό κατάστιχο που ρύθμιζε το οφειλόμενο ποσό της κοινότητας συνολικά. Δηλαδή, τα μέλη της κοινότητας ευθύνονταν για την καταβολή του φόρου αλληλεγγύως. Αυτό το ποσό καταμερίζονταν για το κάθε μέλος της κοινότητας ξεχωριστά απ’ τους ετήσια εκλεγμένους που στη Θεσσαλία ονομάζονταν γέροι ή επίτροποι ή προεστοί ή βεκίληδες ή ταυλαμάνοι, (τουρκιστί κοτζαμπάσηδες) και καταβάλλονταν με βάση το κτηματολόγιο (το λεγόμενο μάνα)της κοινότητας, που ανανεώνονταν κάθε επταετία, στο οποίο καταγράφονταν η φορολογική ικανότητα του καθένα.26

Από το 1750 και έπειτα η οικονομική και πνευματική ζωή της Ραψάνης βρισκόταν σε άνθιση. Το εμπόριό της, το οποίο βασιζόταν στις εξαγωγές βαμμένων νημάτων στην Ευρώπη ήταν αρκετά ανεπτυγμένο, ενώ υπήρχε πλήθος υφαντουργείων, όπου κατασκευάζονταν «αλατζιάδες» και διάφορα άλλα υφάσματα.

Σχετικά με την διοίκηση της κοινότητας, αυτή γινόταν από τους κοινοτικούς άρχοντες, οι οποίοι αποκαλούνταν γέροι ή επίτροποι. Οι εκπρόσωποι στη βαθμίδα του καζά (νομός) των Αμπελακίων στον οποίο υπάγονταν διοικητικά η Ραψάνη, γίνονταν η συνέλευση όλης της Περιφέρειας που την συγκροτούσαν έξι αντιπρόσωποι της πρωτεύουσας, και ένας γέροντας από κάθε χωριό.27 Όσον αφορά την ημερομηνία των εκλογών, γίνονταν κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή του Μάρτη που ήταν η αρχή του οικονομικού έτους για τους οθωμανούς, και έπαιρναν μέρος οι ενήλικοι άντρες, με καθολική φανερή ψηφοφορία. Οι αρμοδιότητες των κοινοτικών αρχόντων ήταν η κατανομή των φόρων και ο διορισμός των αγροφυλάκων, των υδρονόμων, των εκκλησιαστικών επιτρόπων, των νεωκόρων και των δασκάλων.

Η Ραψάνη υπάγονταν στο αρματολίκι του Κάτω Ολύμπου που το κατείχαν οι Τζαχειλαίοι. Οι σχέσεις των προεστών με τους αρματωλούς δεν ήταν και οι καλύτερες. Υπάρχουν μαρτυρίες για έναν εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο ο οποίος ξέσπασε γύρω στο 1833 «φιλονεικούντων διά την φιλοπρωτείαν της πόλεως». Αφορούσε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των κλεφταρματολών και των τοπικών αρχόντων, με αποτέλεσμα την πυρπόληση κάποιων «εύκτιστων» σπιτιών.28 Αυτές οι αντιδικίες ήταν συνηθισμένες, όπως μας λέει ο Κασομούλης: «Προεστός και Καπιτάνος (της) <μιάς> επαρχίας, λέγει ανέκαθεν είναι δύο άκρα αντικείμενα. Οι Καπεταναίοι, οίτινες κυριαρχούς εις τας επαρχίας, εφαντάζοντο<πάντοτε> ότιμε το σπαθί των εκέρδισαν το «ψωμί» των. Οι Προεστοί, το ανάπαλιν ότι αυτοί συνεργούσαν και τους βαστούσαν<ως Αρματωλούς>.29


ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ - Η συντροφία30 των Αμπελακίων


Στο τέλος του 18ου αιώνα, στα Αμπελάκια αναπτύχθηκε έντονη εμποροβιοτεχνική δραστηριότητα, η οποία βασίστηκε στην παραγωγή του κόκκινου νήματος. Σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών31, στην περιοχή λειτουργούσαν 24 νηματοβαφεία, αριθμός ο οποίος επέτρεψε στα νήματα των Αμπελακίων να κατέχουν τα πρωτεία σε όλη την “ελλαδική” επικράτεια. Επίσης, τα κόκκινα νήματα των Αμπελακίων ήταν ξακουστά σε όλη την Ευρώπη, στη Μικρά Ασία και στην Κωνσταντινούπολη. Η ακμή της συγκεκριμένης κοινότητας φαίνεται και από το γεγονός ότι στην περιοχή λειτούργησε ανώτερο σχολείο (Ελληνομουσείον) στο οποίο διδάσκονταν ανώτερα μαθηματικά και φυσικές επιστήμες, ενώ φοιτούσαν σε αυτό και παιδιά από άλλες θεσσαλικές πόλεις και χωριά. Επίσης, η βιβλιοθήκη του σχολείου περιλάμβανε τόμους των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όπως και πιο σύγχρονα ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, ενώ περιείχε και εγχειρίδια φυσικής και χημείας. Το Ελληνομουσείον των Αμπελακίων (όπως και τα σχολεία του Τυρνάβου και της Ζαγοράς) αποτέλεσε σημαντική πνευματική εστία και σε αυτό δίδαξαν αρκετοί Έλληνες λόγιοι της εποχής, μεταξύ των οποίων οι: Ευγένιος Βούλγαρης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Σπυρίδων Ασάνης, Κωνσταντίνος Κούμας, Γεώργιος Τρικαλινός κ.α32.

Στα Αμπελάκια, η αυτοδιοίκηση διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της εμφάνισης της παραγωγικής της ακμής, με ιδιαίτερα δικά της χαρακτηριστικά, αλλά πάντα στα πλαίσια που επέτρεπε η αυτονομία των δημοτικών εξουσιών μέσα στους κόλπους της οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι νέες παραγωγικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν καθόρισαν και τις νέες παραγωγικές σχέσεις, που με τη σειρά τους επέβαλαν τις νέες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Αυτή η κοινωνική ανάγκη προσάρμοσε την καλύτερη μορφή οργάνωσης της κοινότητας, όπως μας την δίνουν ο Δρόσος Δροσινός στις αναμνήσεις του και ο Φρ.Μπουλανζέ στο γράμμα που έστειλε στον Ιωάννη Κωλέττη, πρωθυπουργό της Ελλάδας.

Η Διοικητική Συντροφιά, όπως ονομάστηκε, ήταν η ανώτερη βαθμίδα διοίκησης των Αμπελακίων. Αυτή διευθύνονταν από δυο Επιτροπές, την Εκτελεστική και τη Διοικητική.

Η Εκτελεστική (ή Ανώτατη) Επιτροπή, εξ ού και ονομάστηκαν Επίτροποι οι δημογέροντες-προεστοί, είχε την ανώτατη διεύθυνση της αδελφότητας, την εποπτεία της εκτέλεσης των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης. Αυτή έρχονταν σε επικοινωνία με τον Πασά της Λάρισας για την καταβολή των φόρων και με τον επίσκοπο και ποτέ δεν απουσίαζαν από την έδρα τους κατά το διάστημα της τριετούς θητείας τους.

Η Διοικητική Επιτροπή (ή Κοινοτική) ήταν επιφορτισμένη με την διανομή των φόρων μεταξύ των κατοίκων. Η φορολογία γίνονταν στο καθαρό εισόδημα κάθε πολίτη, αφού πρώτου του αφαιρούνταν το αναγκαίο ποσό για την συντήρηση της οικογένειάς του. Ήταν επιφορτισμένη με την συντήρηση των κοινοτικών λιβαδιών και των χωραφιών, των εκκλησιαστικών περιουσιών και τη διάθεση των κονδυλίων που ψηφίστηκαν από τη Γενική Συνέλευση για τη συντήρηση των σχολείων, των δρόμων των αγαθοεργών ιδρυμάτων κ.λπ.33

Η ισχυρή οικονομία των Αμπελακίων, που πλήρωνε πλούσιους φόρους, ανάγκασε την οθωμανική διοίκηση να δώσει άδεια στους προεστούς των Αμπελακίων για συγκρότηση ένοπλης φρουράς από ντόπιους, για την προστασία τους από Αρβανίτες, κυρίως, ληστές. Ο Σουηδός περιηγητής Μπγιέρνστωλ, που επισκέφθηκε τα Αμπελάκια το 1779 γράφει πως δόθηκε άδεια να σχηματισθεί σώμα οπλοφόρων για τη φύλαξη της κωμόπολης. «Είναι η πρώτη φορά στον τόπο αφτό που οι Έλληνες παίρνουν τα όπλα και σκοτώνουν Μουσουλμάνους… Σε όλα τα χωριά συγκροτήθηκαν ομάδες από Έλληνες στρατιώτες και στην περιοχή υπάρχουν ήδη 700 άντρες καλά οπλισμένοι. Το χωριό Αμπελάκια έχει οπλίσει 50 στρατιώτες.»34

Όπως διαπιστώνουμε από τα παραπάνω, μέσα στα καθήκοντα των προεστών, εκτός από την κύρια διαχείριση των οικονομικών «προΐσταντο και της αστυνομίας της πόλεως ή του χωρίου ως και της αγροτικής αυτοί διώριζον τους πολιτοφύλακας και αγροφύλακες αλλά και εθνοφύλακας, όπου υπήρχαν λησταί προς καταδίωξιν.»35

Η ακμή όμως των Αμπελακίων δεν διήρκησε πολύ και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα επήλθε η γενικότερη παρακμή της κοινότητας, η οποία οφειλόταν σε διάφορες αιτίες. Περιληπτικά μόνο να αναφέρουμε πως κατά την περίοδο των ναπολεόντιων πολέμων προκλήθηκε έντονη οικονομική κρίση στην Ευρώπη, η οποία επηρέασε και την παραγωγή των Αμπελακίων. Ταυτόχρονα, έχουμε την αλματώδη ανάπτυξη των εγγλέζικων νημάτων, η οποία οφειλόταν σε τεχνικές τελειοποιήσεις της αγγλικής υφαντουργίας, με αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα νήματα να είναι πιο στέρεα και πιο οικονομικά. Τέλος, έχουμε το φαινόμενο της σπατάλης και των καταχρήσεων από την μεριά των μεγαλεμπόρων και της αμπελακιώτικης πλουτοκρατίας, σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες, όπου συναντάμε ένα καθεστώς εκμετάλλευσης και καταπίεσης, με αποτέλεσμα να έχουμε και την εμφάνιση ενός λαϊκού κινήματος με χαρακτήρα ταξικό36.

Όλοι οι συγγραφείς αναγνωρίζουν πως το καθεστώς της Αυτοδιοίκησης ήταν πολύ ωφέλιμο στους κατεκτημένους λαούς. Δεν ήταν και λίγες περιοχές που έφτασαν σε μεγάλα επίπεδα ακμής χάρη της Αυτοδιοίκηση. Και μάλιστα σύμφωνα με την γνώμη αρκετών αυτός ο θεσμός παράτεινε για τόσα χρόνια την διατήρηση της της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.37


1 Κατά τον Ισλαμικό νόμο η ιδιοκτησία της γης ανήκει «εις τον οίκον της κοινής των Μουσουλμάνων περιουσίας» δηλαδή στο οθωμανικό δημόσιο. Τη διαχείριση των γαιών την αναλαμβάνει ο Σουλτάνος, ο οποίος είναι ο αντιπρόσωπος του Αλλάχ στην γη. (Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, Κοινοτικός βίος εις την Θετταλομαγνησίαν επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 16). Εδώ συναντάμε μία σημαντική διαφορά με την δυτική φεουδαρχία η οποία αναγνωρίζει την ιδιωτική ιδιοκτησία επί των γαιών, γεγονός το οποίο δημιουργεί τις κατεστημένες και νομοκατεστημένες τάξεις.

2 Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, έκδοση ιγ’, 1994, σελ.40 -41 / Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, εκδόσεις Μπουκουμάνη, έκδοση Γ’, 1973, σελ. 23.

3 Ευτυχία Λιάτα, Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770 – 2000, εκδόσεις εφημερίδα Τα Νέα, Αθήνα, 2003, τόμος Β’, σελ. 311.

4 Όταν συνέβαινε να γίνονται εκλογές δύο φορές στο ίδιο έτος η δεύτερη φορά οριζόταν την ημέρα του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου (Νικόλαος Γ. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον επί τουρκοκρατίας, εκδόσεις εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1882, σελ. 83).

5 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, Κοινοτικός βίος εις την Θετταλομαγνησίαν επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1967, σελ. 46.

6 Δ. Κ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, εκδόσεις τυπογραφείο της εφημερίδας «Η Θεσσαλία», Βόλος, 1912, σελ. 97.

7 Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενική ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως, εκδόσεις Ευαγγελισμός, Αθήνα, 1864, τόμος Β’, σελ. κβ’.

8 Δ. Κ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, εκδόσεις τυπογραφείο της εφημερίδας «Η Θεσσαλία», Βόλος, 1912, σελ. 216.

9 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 41 / Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα, σελ. 205 – 206 / Νικόλαος Γ. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον επί τουρκοκρατίας, εκδόσεις εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1882, σελ. 85, 92 / Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π., σελ. 216 – 217.

10 Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π. σελ. 99 – 100, 217.

11 Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Νέα ελληνική ιστορία 1204 – 1985, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2004, έκδοση κβ’, σελ. 79 / Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., 1973, σελ. 25.

12 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 196.

13 Η δεκάτη ήταν μία μορφή φορολογίας κατά την οποία ο καλλιεργητής της γης, συνήθως, ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει το ένα δέκατο της ετήσιας παραγωγής στον τιμαριούχο. Τον συγκεκριμένο φόρο οι Οθωμανοί τον παρέλαβαν από τον Βυζάντιο (Δ. Κ. Τσοποτός,ό.π., σελ. 102-105).

14 Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π., σελ. 97 / Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 16.

15 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 18.

16 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., Αθήνα, σελ. 199.

17 Δ. Κ. Τσοποτός, ό.π., σελ. 97 / Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 223.

18 Νικόλαος Ι. Μάγνης, Περιήγησις ή τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας και της μεν Θεσσαλίας εν επιτομή της δε Μαγνησίας εν εκτάσει, τυπογραφείο της Λακωνίας, Αθήνα, 1860, σελ. 43 / Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 207.

19 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 205 – 208.

20 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 45.

21 Οίκημα στο οποίο κανόνιζαν οι πλούσιοι τις υποθέσεις της κοινότητας (Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 207).

22 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., σελ. 226.

23 Πολλές φορές τα άτομα που εξαγόραζαν συγκαταλεγόταν στα κατακάθια της εκάστοτε κοινότητας.

24 Γιάνη Κ. Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, ό.π., Αθήνα, σελ. 226 – 229.

25 Κώστας Σπανός, «Το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου της Ραψάνης», Θεσσαλικό ημερολόγιο, Λάρισα, 1982, τόμος 3ος, σελ. 65 – 109.

26 Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 41.

27 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ.11, σ.137-138.

28 Ιωάννης Α. Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, Ελληνικό τυπογραφείο Τράττνερ και Καρολίου, Πέστη Ουγγαρίας, 1836, σελ. 98 - 99.

29 Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά, της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, προτάσσεται Ιστορία του Αρματωλισμού, Εισαγωγή και σημειώσεις υπό Γιάννη Βλαχογιάννη, τόμος 1, Αθήναι 1940, σελ. 313.

30 Σχετικά με την περίπτωση των Αμπελακίων υπάρχει μία άποψη η οποία θεωρεί πως στα Αμπελάκια λειτούργησε ο πρώτος συνεταιρισμός παγκοσμίως. Η συγκεκριμένη άποψη είναι λανθασμένη και βασίζεται κυρίως στην ανάγνωση από τον Μπουλανζιέ των αναμνήσεων του Αμπελακιώτη Δρόσου Δροσινού, οι οποίες σύμφωνα με την έρευνα του ιστορικού Γιάνη Κορδάτου (Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, εκδόσεις Μπουκουμάνη, έκδοση Γ’, 1973) είναι ανακριβείς και δεν επιβεβαιώνονται. Ο συγκεκριμένος ιστορικός έχει κάνει μία ενδελεχή έρευνα πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, η οποία βασίζεται σε περιγραφές περιηγητών της εποχής και στη μελέτη 140 επιστολών Αμπελακιωτών (αρχείο Δογάνη) τις οποίες έχει δημοσιεύσει ο Ηλίας Γεωργίου (Ηλίας Γεωργίου, Νεώτερα στοιχεία πει της ιστορίας και της συντροφίας των Αμπελακίων, εξ ανεκδότου αρχείου, Αθήνα, 1950) και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ουδέποτε εφαρμόσθηκαν στα Αμπελάκια οι αρχές του συνεταιρισμού. Αντιθέτως, μιλάμε για συνεργασίες εμπόρων και ιδιοκτητών παραγωγικών μονάδων οι οποίες σαν μορφή είναι πιο κοντά στην ετερόρρυθμη εταιρεία παρά στον συνεταιρισμό.

31 Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., σελ. 48 - 49.

32 Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., σελ. 139 - 142.

33 Ηλίας Παν. Γεωργίου, Ιστορία και συνεταιρισμός των Αμπελακίων, Αθήναι 1951, σ. 37.

34 J.J. Björnståhl, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, εκδ. Τετράδια του Ρήγα, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 125.

35 Μοσχοβάκης Νικόλαος, Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί τουρκοκρατίας, εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Χ.Ν. Φιλαδελφέως, 1882, σ. 92.

36 Γιάνης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια κι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, ό.π., σελ. 75, 129 - 133.

37 Κων. Κουκκίδης, Το πνεύμα του συνεργατισμού των νεώτερων Ελλήνων και τ’ Αμπελάκια, ο πρώτος συνεταιρισμός του κόσμου, Αθήναι 1948, σ. 43.